Ανοιχτό το ενδεχόμενο να γίνουν το επόμενο διάστημα παρεμβάσεις στις προμήθειες των τραπεζών, με μειώσεις που θα φτάνουν και το 50% άφησε ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης.
«Θα κάνουμε παρέμβαση χωρίς αυτό να στέλνει αρνητικά μηνύματα στις αγορές. θα έρχεται και θα καλύπτει αυτό το οποίο αισθάνεται η κοινή γνώμη αυτήν την ώρα στην Ελλάδα» επισήμανε.
Υπενθυμίζεται πως ο υπουργός ήδη από το καλοκαίρι είχε καλέσει τις ελληνικές τράπεζες να υιοθετήσουν πιο δίκαια συστήματα, με βάση τις πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών ή επιχειρήσεων με μεγάλα δίκτυα πελατών στην Ελλάδα, για να μην χρειαστεί κυβερνητική νομοθετική παρέμβαση.
Ενώ, νωρίτερα, τον Απρίλιο το ΥΠΕΘΟ είχε νομοθετήση την μείωση των προμηθειών κατά 50% στις μικρές συναλλαγές.
Αξίζει να σημειωθεί πως από την 1η Ιανουαρίου του νέου έτους τίθεται σε εφαρμογή ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός που ουσιαστικά θέτει κοινές προμήθειες για όλες τις συναλλαγές που χρησιμοποιούν οι τράπεζες οι ευρωπαϊκές με το σύστημα άμεσων πληρωμών.
Το IRIS να επεκταθεί στο σύνολο των επιχειρήσεων
Ο υπουργός αναγνώρισε την «ανάγκη επέκτασης του συστήματος πληρωμών IRIS παντού, ώστε αρκετές συναλλαγές να είναι δωρεάν όπως επίσης είναι ανάγκη να μειωθούν οι προμήθειες των τραπεζών ακόμη και στο μισό, σε ό,τι αφορά αυτές που αφορούν μικρές καθημερινές συναλλαγές».
Στόχος είναι το 2025 το σύστημα IRIS να επεκταθεί στο σύνολο των επιχειρήσεων.
Τι ισχύει με την φορολόγηση των τραπεζών
«Οι τράπεζες φορολογούνται» ήδη και μάλιστα παραπάνω από τους υπόλοιπους δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός, απαντώντας σε όσους κρίνουν αρνητικά την δήλωση του πρωθυπουργού πως δεν θα υπάρξει έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών.
Όπως σημείωσε ο υπουργός, οι τράπεζες φορολογούνται μέσω του αναβαλλόμενου φόρου που διευθετεί παλιές εκρεμμότητες, της περασμένης δεκαετίας, με 29% επί των κερδών τους, αντί για 22%.
Σχετικά με τον φόρο σημείωσε πως «οι τράπεζες τώρα μόλις βγήκαν από μια ευαίσθητη περίοδο. Έναντι των υπολοίπων επιχειρήσεων πληρώνουν υψηλότερη φορολογία (DTC- αναβαλλόμενος φόρος) έχοντας έναν συντελεστή 29% έναντι 22% των υπολοίπων εταιρειών».