Σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες έχει εκδηλωθεί επιδημία ιλαράς που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Κατά την περίοδο 2016-2017 έχουν καταγραφεί περισσότερα από 14.000 περιστατικά σε όλη την Ευρώπη και 41 θάνατοι. Μέχρι τις 3/9/2017 στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 100 κρούσματα ιλαράς, με μεγαλύτερη συχνότητα στη Ν. Ελλάδα. Αφορά κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, καθώς και άτομα 25-44 ετών από το γενικό πληθυσμό που είναι επίνοσα στην ιλαρά.
Τι είναι η ιλαρά
Η ιλαρά είναι λοιμώδης νόσος ιογενούς αιτιολογίας, η οποία εμφανίζεται πιο συχνά τους χειμερινούς μήνες και την άνοιξη. Η νόσος συνήθως ξεκινά με πυρετό ο οποίος διαρκεί περίπου δυο ημέρες, και ακολουθείται από βήχα, καταρροή και επιπεφυκίτιδα (φλεγμονή στους οφθαλμούς). Το εξάνθημα εμφανίζεται αρχικά στο πρόσωπο και πίσω από τα αυτιά, εξαπλώνεται στον υπόλοιπο κορμό και στην πλάτη και στην συνέχεια επεκτείνεται στα άνω και τα κάτω άκρα. Μετά από 5 ημέρες περίπου, το εξάνθημα εξασθενεί σταδιακά όπως εμφανίστηκε.
Τρόπος μετάδοσης
Η μετάδοση της ιλαράς γίνεται κυρίως αερογενώς, από άτομο σε άτομο με σταγονίδια που αποβάλλουν οι ασθενείς και σπανιότερα με αντικείμενα που μολύνθηκαν πολύ πρόσφατα από ρινικές και φαρυγγικές εκκρίσεις.
Ευαισθησία
Όλα τα άτομα που δεν έχουν νοσήσει ή δεν έχουν εμβολιασθεί είναι επίνοσα στην ιλαρά. Η φυσική νόσηση προσφέρει ισόβια ανοσία.
Πόσο σοβαρή είναι η νόσος
Τα συμπτώματα της ιλαράς είναι από μόνα τους ενοχλητικά, οι επιπλοκές όμως είναι επικίνδυνες. Ένα ποσοστό 6% – 20% των ατόμων που νοσούν θα παρουσιάσουν ωτίτιδα, διάρροια ή ακόμη και πνευμονία. Ένας στους 1000 ασθενείς με ιλαρά θα παρουσιάσει εγκεφαλίτιδα και περίπου ένας στους 1000 θα καταλήξει.
Στρατηγικές πρόληψης και ελέγχου
Κεντρικό σημείο της στρατηγικής πρόληψης της ιλαράς είναι ο εμβολιασμός. Το εμβόλιο συνιστάται να γίνεται υποδόρια σε δυο δόσεις σε ηλικία 12-15 μηνών και 4-6 ετών και σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο να δίνεται με τη μορφή τριδύναμου (ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας) ή τετραδύναμου εμβολίου (ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας-ανεμευλογιάς).
Στην Ελλάδα, το εμβόλιο ιλαράς άρχισε να κυκλοφορεί στο εμπόριο στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εντάχθηκε στο Εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών το 1981 και το 1989 εντάχθηκε ως τριπλό εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (MMR). Το 1991 καθιερώθηκε η 2η δόση του MMR σε ηλικία 11-12 ετών και από το 1999 αυτή γίνεται σε ηλικία 4-6 ετών.
Το εμβόλιο εξασφαλίζει μακρόχρονη ανοσία και έχει βρεθεί ότι σε παιδιά που εμβολιάστηκαν σε ηλικία 15 μηνών αυτή ανέρχεται σε ποσοστό 98% ενώ αν εμβολιάστηκαν σε ηλικία 12 μηνών το ποσοστό είναι 95%.
Σε περιοχές όπου υπάρχουν κρούσματα, ο εμβολιασμός του παιδικού πληθυσμού πρέπει να γίνεται σε ηλικία 12 μηνών.
Το εμβόλιο αυτό είναι ιδιαίτερα ασφαλές, όπως έχει δείξει η εμπειρία από τον εμβολιασμό πολλών εκατομμυρίων παιδιών παγκοσμίως. Σημειώνεται ότι για να επιτευχθεί πρόληψη των επιδημιών απαιτείται πολύ υψηλό επίπεδο εμβολιασμού στον πληθυσμό.
Η εξέλιξη της επιδημίας στην Ευρώπη και την Ελλάδα παρακολουθείται συστηματικά από το Υπουργείο Υγείας και το ΚΕΕΛΠΝΟ, και ανάλογα με την πορεία της θα δίνονται κατευθυντήριες οδηγίες με βάση τα εκάστοτε δεδομένα και τη γνωμάτευση των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων.
Το γενικά υψηλό επίπεδο εμβολιαστικής κάλυψης των παιδιών στη χώρα μας, που έχει διαπιστωθεί σε διάφορες μελέτες κατά το πρόσφατο παρελθόν, αποτελεί θετικό παράγοντα, αλλά δεν πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό.
Με τη ευκαιρία αυτή, επαναλαμβάνεται ότι η σχολαστική τήρηση του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών αποτελεί τον καλύτερο τρόπο προστασίας παιδιών και ενηλίκων από τα λοιμώδη νοσήματα.