Οι περισσότεροι τον θωρούσαν ιδιοφυΐα, πίστευαν ακράδαντα στην εντιμότητα, στο δυναμισμό, στην πυγμή που επιδείκνυε, αλλά συνάμα τον έτρεμαν για τις βίαιες εκρήξεις θυμού όταν έχανε παντελώς τον έλεγχο του εαυτού του και έδινε την εντύπωση φρενοβλαβούς σε κρίση. Τον θαύμαζαν για τις ικανότητές του αλλά και τον απεχθάνονταν για το ρεαλισμό του.
Η μικρή Ματίνα, μαθήτρια του Παρθεναγωγείου, ορφανή από γονείς μένει παρέα με τον κατάκοιτο παππού της. Μαζί με τον φίλος της τον Χασάν τραγουδούν και εξερευνούν τα Σχοινάδικα, την Τσικουδιά, τα Μορτάκια και το Πανώκαστρο. Μπορεί οι δυο φίλοι να είναι διαφορετικής εθνικότητας και οι λαοί τους να εχθρεύονται, αυτοί παραμένουν αχώριστοι γιατί η φιλία δεν καταλαβαίνει από σύνορα και μίση. Η Ματίνα θα ζήσει δύο μεγάλα γεγονότα που θα τη σημαδέψουν, την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και των αιματηρών γεγονότων που ακολούθησαν εκείνο τον Μάϊο του 1919 και την φυγή του Ύπατου Αρμοστή προτού μπουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη.
Η Αννέζα κυνηγημένη από την οικογένεια της και τη πατρίδα της, καταφεύγει στη Σμύρνη με τον Θεοδωρή για να ζήσουν τον παράνομο έρωτά τους. Η ζωή τους στην ελληνική συνοικία ναι μεν είναι φτωχική και δύσκολη αλλά έχουν την αγάπη τους και πολλά όνειρα για το μέλλον. Παρέα με τη καλύτερή της φίλη, τη Κατίνα, κουτσομπολεύουν τα νέα που διαδίδονται στη συνοικία για τον Αριστείδη Στεργιάδη, για τη συμπεριφορά του απέναντι στον Χρυσόστομο, την απόφασή του να περιορίσει τις απολαύσεις των Σμυρνιών και την άγνωστη προσωπική του ζωή. Ώσπου η καταστροφή έρχεται και τα όνειρα της Αννέζας για μια καλύτερη ζωή γκρεμίζονται με τον χειρότερο τρόπο.
Ο Αμέτ Αμετάκης, ο Τουρκοκρητικός προσωπικός φρουρός του Αριστείδη Στεργιάδη, φτάνοντας στη Σμύρνη γνωρίζει ότι η αποστολή του δεν θα είναι εύκολη. Πρέπει να έχει τα μάτια του παντού για να προστατεύει τον Ύπατο Αρμοστή από Έλληνες και Τούρκους. Το εγχείρημα αυτό δεν θα είναι εύκολο και αναζητά τον συγχωριανό του, τον Μουσταφά Καργκιουλάκη, που είχε διωχθεί μαζί με άλλους Τουρκοκρητικούς από τη Κρήτη μετά τη Κρητική Επανάσταση και πλέον μένει στον τούρκικο μαχαλά της Σμύρνης. Ο Αμέτ μαζί με τον φίλο του, θυμούνται τις ευτυχισμένες μέρες στη Κρήτη και συζητούν τι επιφυλάσσει το μέλλον, με τον Μουσταφά να αποκαλύπτει στον Αμέτ τα όσα ψυθιρίζονται στον μαχαλά, μέχρι και απόπειρα δολοφονίας του Ύπατου Αρμοστή.
Άγριο πράμα ο πόλεμος. Ό,τι κακό και σκοτεινό έχει ο άνθρωπος μέσα του βαθιά κρυμμένο, καταχωνιασμένο, το βγάζει στον αφρό. Και τότε βλέπεις το χθεσινό αγνό χωριατόπαιδο, τον άκακο βιοπαλαιστή, να γίνεται θηρίο, να διψάει για αίμα.
Ο κομμουνιστής Βασίλης Παταγωνίδης αφηγείται σε σύντροφό του τη πορεία του ελληνικού στρατού στα βάθη της Μικράς Ασίας. Θυμάται τις μέρες που πολεμούσε ασταμάτητα με τους Τούρκους, νηστικός κάτω από το καυτό ήλιο και τους συμπολεμιστές του να πέφτουν νεκροί από σφαίρες Τούρκων. Θυμάται τις στιγμές που ήρθε αντιμέτωπος με τις ιδέες του, με τους φόβους του και τα όνειρά του στα κακοτράχαλα βουνά τις Μικράς Ασίας. Κατηγορεί τον Βασιλιά Κωνσταντίνο που συνέχισε την εκστρατεία παρόλο που είχε υποσχεθεί πριν την ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου στις εκλογές ότι τα στρατεύματα θα αποσύρονταν, αντ’ αυτού οδηγήθηκαν στην ολοκληρωτική καταστροφή τους.
Η Έλδα Λαμπίση καταγράφει στο ημερολόγιο της όλα τα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη τρίχρονη παρουσία του ελληνικού στρατού. Εξοργίζεται όταν ο Ύπατος Αρμοστής ασκεί λογοκρισία και φιμώνει τις εφημερίδες της Σμύρνης. Γίνεται η πρώτη Ελληνίδα πολεμική ανταποκρίτρια, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της, και μεταφέρει όλα τα νέα από το μέτωπο. Όταν το μέτωπο καταρρέει, επιβιβάζεται τη τελευταία στιγμή στο πλοίο μαζί με το τάγμα του Πλαστήρα. Τη μέρα που γράφεται ο τραγικός επίλογος της ελληνικής παρουσίας στην Ανατολή, κάνει σκοπό ζωής τη συγκέντρωση φωτογραφιών Ελλήνων φαντάρων και αξιωματικών που σκοτώθηκαν στη Μικρασία και να συναντήσει τις οικογένειές τους για να γράψει τις βιογραφίες τους, αποδίδοντας έτσι φόρο τιμής στους ηρωικούς πεσόντες.
Ο δημοσιογράφος Γουόρντ Πράις, ανταποκριτής ξένης εφημερίδας, σχολιάζει με συνάδελφο δημοσιογράφο τη πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα μετά την ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την άνοδο του Μουσταφά Κεμάλ στη Τουρκία. Ο αναβρασμός που επικρατεί στη Σμύρνη με τις φήμες περί κατάρρευσης του μετώπου δε περνά απαρατήρητος, με τους δύο δημοσιογράφους να είναι πεπεισμένοι ότι το τέλος είναι κοντά ακόμα και αν οι ελληνικές αρχές και οι αρχιστράτηγοι να διαβεβαιώνουν τους κατοίκους – υπηκόους άλλων κρατών ότι η πόλη δεν κινδυνεύει. Ωστόσο, οι δύο άντρες προβληματίζονται με τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων και αναρωτιούνται για το ποια θα είναι η στάση του Ύπατου Αρμοστή σε μια πιθανή εισβολή των Τούρκων.
Θυμάμαι τότε τις πρώτες βλάσφημες σκέψεις να με κατακλύζουν καθώς έβλεπα πλούσιους, που άλλοτε δεν πατούσαν πόδι σε ναό, να προσεύχονται στα γόνατα τώρα που η θεϊκή εύνοια τους εγκατέλειπε. Εκλιπαρούσαν και προσεύχονταν σαν επαίτες και όχι σαν ικέτες οι ιδιοτελείς. Και αυτή ακριβώς η ιδιοτέλεια της προσευχής τους με έκανε προς στιγμήν να χαίρομαι για τη δοκιμασία όλων. Από τότε, λέω, με έχει κυριεύσει το κακό και δεν ελπίζω πια σε σωτηρία.
Ένας ιερέας εξομολογείται στο Θεό όλα όσα συνέβησαν την ημέρα της απόβασης του Ελληνικού στρατού αλλά και την ημέρα που έφτασε στη Σμύρνη ο Αριστείδης Στεργιάδης. Μέσα από την εξομολόγησή του ξεδιπλώνει τον χαρακτήρα του εμβληματικού Χρυσόστομου Σμύρνης και αναφέρει τη κόντρα του Μητροπολίτη με τον Ύπατο Αρμοστή λόγω των ιδεών και των πιστεύω του, με τον Αριστείδη Στεργιάδη να αποπειράται να τον απομακρύνει από το ποίμνιό του. Με πόνο ψυχής αφηγείται το μαρτυρικό τέλος του Μητροπολίτη και καταριέται τον Στεργιάδη που έφυγε σα δειλός, αφήνοντας ανυπεράσπιστο τον ελληνικό πληθυσμό.
Ο στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, με αφορμή τον θάνατό του μεγάλου μαθηματικού το 1950 στο Μόναχο, γράφει μια αποχαιρετιστήρια επιστολή. Ο έμπιστος συνεργάτης ανασύρει από το ντουλάπι της μνήμης τη περίοδο που συνεργάστηκαν στενά και τον εκθειάζει για το ήθος και την εργατικότητά του, για τη θέρμη που έδειξε όταν ανέλαβε το φιλόδοξο έργο της σύστασης του Ιωνικού Πανεπιστημίου. Θυμάται τον καθηγητή να αφιερώνει ψυχή τε και σώματι στη δημιουργία της μεγαλύτερης βιβλιοθήκης και του πληρέστερου επιστημονικού εργαστηρίου εντός του Ιωνικού Πανεπιστημίου αλλά και τις πυρετώδης εργασίες όλου του προσωπικού για να ανοίξει τις πύλες του τον Σεπτέμβριο του 1922. Όμως, το χέρι του Τούρκου τους προλαβαίνει με τον Καθηγητή Καραθεοδώρη να διασώζει τη βιβλιοθήκη και τα εργαστηριακά όργανα, και να βλέπει το όραμα του Ιωνικού Πανεπιστημίου να δύει πριν καν ανατείλει.
Ο Γραμματέας Β’, έμπιστος του Αριστείδη Στεργιάδη, ζει στη δίνη των γεγονότων. Δακτυλογραφεί και διαβάζει εμπιστευτικές επιστολές, υποδέχεται σημαντικά πολιτικά πρόσωπα και δημοσιογράφους και διαχειρίζεται όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει από το δίκτυο των κατασκόπων της Σμύρνης. Παραδέχεται τον ιδιοφυή και δυναμικό χαρακτήρα του Ύπατου Αρμοστή και φοβάται τις βίαιες εκρήξεις του. Παρόλα αυτά, παραμένει στο πλευρό του μέχρι το τραγικό τέλος.
Ήταν πλέον πολύ αργά. Η Σμύρνη ήταν καταδικασμένη να καεί στην πυρά του εθνικού διχασμού και της Μεγάλης Ιδέας των Ελλήνων. Ξένες, παλαιοελλαδίτικες και ορισμένες εντόπιες δυνάμεις είχαν ήδη αποφανθεί περί τούτου. Γαία πυρί μιχθήτω…
Η Σωτηρία Μαραγκοζάκη ενώνει τις φωνές εννέα ανθρώπων διαφορετικής κοινωνικής τάξης, ηλικίας, εθνικότητας, μορφωτικού επιπέδου και πολιτικών πεποιθήσεων. Μέσα από τα μάτια τους μεταφερόμαστε στη Σμύρνη τη περίοδο της μικρασιάτικης εκστρατείας. Οι περιγραφές και οι εξομολογήσεις τους περιστρέφονται γύρω από την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Αριστείδη Στεργιάδη, του ανθρώπου που το όνομά του αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί κόκκινο πανί για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και τους απογόνους τους. Ενός ανθρώπου που το τρίχρονο διοικητικό του έργο έμεινε με μελανά χρώματα στις σελίδες της ιστορίας και χαρακτηρίστηκε ως εθνικός προδότης. Η πρωτοπρόσωπη και εναλλασσόμενη αφήγηση σε συνδυασμό με την ενδελεχή έρευνα της συγγραφέως, δημιουργείται ένα μοναδικό αφηγηματικό μοτίβο το οποίο δεν έχει σκοπό να αποκαταστήσει το όνομα του Αριστείδη Στεργιάδη αλλά να του δώσει φωνή και να αναδείξει το δύσκολο έργο που είχε αναλάβει. Δίχως αμφιβολία, «Ο Ύπατος της Σμύρνης» είναι ένα βιβλίο που αξίζει τη προσοχή του αναγνώστη και υπόσχεται να κερδίσει τη προσοχή του από τη πρώτη κιόλας σελίδα.
Το βιβλίο της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη «Ο Ύπατος της Σμύρνης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.