Το Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων είχε την ιδιαίτερη χαρά να συνομιλήσει με τη γνωστή συγγραφέα των Εκδόσεων Ψυχογιός, Μεταξία Κράλλη. Η γνωστή συγγραφέας μας μίλησε για το μυθιστόρημα “Κάπου χωρίς να το ξέρουμε”, ποιο ήταν το έναυσμα για τη συγγραφή της συγκεκριμένης αλλά και στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τις θετικές και αρνητικές κριτικές.
Ακολουθεί η συνέντευξη
Τον Απρίλιο του 2019 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, το νέο σας μυθιστόρημα σας με τίτλο “Κάπου χωρίς να το ξέρουμε”. Πείτε μας λίγα λόγια για τη νέα σας ιστορία.
Πρόκειται για την ιστορία του Μάχου και την ιστορία της Χρύσας. Δυο ζωές που εξελίσσονται παράλληλα από τα παιδικά τους χρόνια μέχρι την στιγμή της συνάντησής τους, σε ώριμη ηλικία πια.
Θα μπορούσατε να μας συστήσετε τους πρωταγωνιστές της ιστορίας σας;
Ο Μάχος κι η Χρύσα λοιπόν! Ο Μάχος είναι πρώτα μαθητής, μετά φοιτητής του Πολυτεχνείου, μετά χημικός μηχανικός. Μπαίνει με θράσος στη ζωή και διεκδικεί επιτυχία, έρωτα, εμπειρίες. Η Χρύσα είναι κι αυτή αρχικά μαθήτρια, μετά φοιτήτρια νομικής, τέλος δικηγόρος. Πιο ρομαντική, πιο συνεσταλμένη, κυνηγά τα όνειρά της τα οποία νιώθει να της ξεφεύγουν.
Ποιος είναι ο βασικός άξονας του βιβλίου σας;
Η έννοια του τυχαίου. Πόσες φορές έχουν υπάρξει στη ζωή μας στιγμές που αν είχανε εξελιχθεί λίγο διαφορετικά, η πορεία μας (επαγγελματική, οικογενειακή, προσωπική) θα ήταν άλλη απ’ αυτή που πήραμε.
Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή της συγκεκριμένης ιστορίας;
Ο θάνατος του πατέρα μου που μ’ έκανε να γυρίσω πίσω στις αναμνήσεις μου. Αναμνήσεις από γεγονότα, άρωμα εποχών, πρόσωπα, καταστάσεις …
Η ιστορία σας ξεκινά από την Αθήνα του 1979 και φτάνει μέχρι τη σύγχρονη Αθήνα του 2014.Τι είδους έρευνα πραγματοποιήσατε για να αποτυπώσετε στο μυθιστόρημα σας κάθε σημαντικό ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό γεγονός;
Έρευνα ελάχιστη καθώς η συγκεκριμένη ιστορία επικεντρώνεται σε προσωπικές διαδρομές και θίγει μόνο παρεμπιπτόντως, σχεδόν επιδερμικά, τη γενικότερη πολιτική και οικονομική κατάσταση. Κατά συνέπεια βασίστηκα στο τι είχαν αφήσει στη δική μου μνήμη τα «μεγάλα» γεγονότα των περασμένων δεκαετιών και προφανώς πολλά αγνόησα, άλλα υποτίμησα, σίγουρα όσα περιέγραψα το έκανα μέσα από το δικό μου πρίσμα, χωρίς κάποιο εχέγγυο αντικειμενικότητας.
Μέχρι στιγμής έχετε γράψει πέντε μυθιστορήματα συμπεριλαμβανομένου και το “Κάπου χωρίς να το ξέρουμε”. Ποιο ξεχωρίζετε περισσότερο και για ποιο λόγο;
Θα σας δώσω μια κοινότοπη απάντηση που όμως είναι ειλικρινής. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιο βιβλίο σου. Όλα τ’ αγαπάς, όλα κουβαλούν κομμάτια σου. Ας μιλήσω όμως για το πρώτο, το «Μια φορά κι ένα καλοκαίρι». Γιατί ήταν αυτό που μ’ έβαλε στο παιχνίδι του να διαβάζει ο κόσμος τις ιστορίες μου και το έκανε μ’ έναν εύκολο, σχεδόν μαγικό τρόπο. Νομίζω ότι ακόμα και σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, παραμένει το βιβλίο μου που αγάπησαν περισσότερο οι αναγνώστες.
Υπήρξε κάποια κριτική που σας επηρέασε είτε θετικά είτε αρνητικά;
Έχω διαβάσει κριτικές που μ’ έχουν συγκινήσει και κριτικές που μ’ έχουν στενοχωρήσει. Από τις θετικές ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε μία αναγνώστρια που, μιλώντας για τη «Δεύτερη Πράξη», έγραψε ότι κατατάσσει το βιβλίο αυτό στα καθοριστικά για την εξέλιξή της. Το διάβασα και κοκκίνισα, αναρωτήθηκα αμέσως αν το αξίζω αλλά το δέχτηκα με ευγνωμοσύνη. Στις αρνητικές κριτικές πάντα προσπαθώ να φύγω από το πρώτο επίπεδο της απογοήτευσης, να εντοπίσω τα στοιχεία που ενόχλησαν τους αναγνώστες μου και να τα διορθώσω στις επόμενες συγγραφικές απόπειρές μου. Το μόνο που δεν «διορθώνεται» είναι η ιστορία που θα σου έρθει στο μυαλό και θα ζητήσει με επιμονή να την περάσεις στο χαρτί. Μπορεί να είναι συναρπαστική ή αδιάφορη, ν’ αρέσει ή να μην αρέσει αλλά, πραγματικά, δεν περνάει από το χέρι σου να την αλλάξεις.
Ποιο είναι το μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε στους αναγνώστες σας;
Ότι τους ευχαριστώ. Μόνο αυτό…
Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη. Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ρωτήσω το εξής: ποιο θα είναι το επόμενο επαγγελματικό σας βήμα;
Μια ιστορία για μια παλιά εποχή. Σ’ ένα νησί…