Το Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων είχε την ιδιαίτερη χαρά να συνομιλήσει με τη γνωστή συγγραφέα των Εκδόσεων Κέδρος, Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη. Η κα. Μεγάλου – Σεφεριάδη μας παρουσίασε το μυθιστόρημά της με τίτλο “Οι σαράντα τρεις σιωπές”, μας μίλησε για την πορεία της χώρο της λογοτεχνίας και φυσικά δε παρέλειψε να δώσει μια συμβουλή σε όσους ή όσες σκοπεύουν να ασχοληθούν επαγγελματικά με τη συγγραφή.
Ακολουθεί η συνέντευξη
Τον Νοέμβριο του 2018 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος, το μυθιστόρημα σας με τίτλο «Οι σαράντα τρεις σιωπές». Μπορείτε να μας κάνετε μια σύντομη περιγραφή των όσων πρόκειται να διαβάσουμε σ’ αυτό;
Στο νέο μου μυθιστόρημα παρακολουθούμε τη ζωή μιας Ελληνίδας της Αυστραλίας, η οποία σε ηλικία 16 χρονών επισκέπτεται για πρώτη φορά τη γη των προγόνων της, γοητεύεται από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και αποφασίζει να σπουδάσει αρχαιολογία. Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1974, τη συναντούμε στην Κύπρο, όπου παίρνει μέρος στις ανασκαφές του πανεπιστημίου της Μελβούρνης. Εκεί ζει έναν ενθουσιώδη νεανικό έρωτα -ουσιαστικά την πρώτη αγάπη- με ένα νεαρό Ελληνοκύπριο. Τα δυο παιδιά κάνουνε όνειρα για το μέλλον, όλα όμως γκρεμίζονται από την εισβολή των Τούρκων στο νησί. Ο αγαπημένος εξαφανίζεται κι εκείνη απεγνωσμένα τον αναζητά.
Ωστόσο η ζωή της συνεχίζεται όχι μόνο με τραύματα και δοκιμασίες, αλλά και με επιτυχίες, εξάρσεις και χαρές. Πίσω όμως απ’ όλα αυτά υπάρχει μια βαθιά κρυμμένη νοσταλγία – τόσο βαθιά που ούτε η ίδια δεν τη συνειδητοποιεί. Αυτή η κρυφή νοσταλγία οδηγεί τα βήματά της μετά από πολλές δεκαετίες πίσω στην Κύπρο του σήμερα, για να βιώσει μια ήρεμη κάθαρση και να συνεχίσει να ζει τη ζωή που της ταιριάζει : μια ζωή με συγκίνηση και αυθεντικότητα.
Θα μπορούσατε να μας συστήσετε τους πρωταγωνιστές της ιστορίας σας;
Η ηρωίδα μου, η Έλλη, είναι ευαίσθητη αλλά και αυτάρκης. Τις δοκιμασίες που συναντά στο διάβα του βίου της τις ξεπερνά βασιζόμενη κυρίως στις δικές της δυνάμεις. Παράλληλα στηρίγματά της, η αφοσίωση στην αρχαιολογία, μία φίλη, ένας σκύλος. Τρεις άντρες παίζουν ρόλο στην πορεία της, ωστόσο δεν είναι η παρουσία, αλλά η απουσία του ενός από αυτούς, που σφραγίζει τη ζωή της. Γι’ αυτό, αν και αόρατος στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο Σίμος είναι πρωταγωνιστής στην πάλη της μνήμης με τη λήθη.
Ποιος είναι ο βασικός άξονας του βιβλίου σας;
Ουσιαστικά είναι η έγνοια μου για τον Ελληνισμό. Για τα πάθη του και τα λάθη του… Πώς ένας μικρός λαός ζει με την ανάσα ενός επεκτατικού γείτονα στο σβέρκο του. Αυτή η συνεχής και αδιάλειπτη τουρκική απειλή απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, η οποία δυστυχώς βρίσκεται πάλι σε έξαρση και καθιστά το βιβλίο αυτό τραγικά επίκαιρο.
Υπήρξε κάποια σκηνή με την οποία φορτιστήκατε συναισθηματικά κατά τη διάρκεια της συγγραφής του;
Ο συγγραφέας ζει τα γραφόμενά του. Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές φορτίστηκα συναισθηματικά και δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω μία σκηνή. Ίσως να είναι οι ριπές των αναμνήσεων που δέχεται η ηρωίδα μου καθώς διασχίζει ολομόναχη τα Κατεχόμενα μετά από σαράντα τρία χρόνια, καθώς επίσης και η μάνα , που μια ζωή περιμένει την επιστροφή του αγνοούμενου γιου της και βάζει κάθε μέρα ένα πιάτο στο τραπέζι γι’ αυτόν, μήπως ανοίξει ξαφνικά η πόρτα και εμφανιστεί και πει «εσείς τρώτε και πίνετε κι εμένα με ξεχάσατε»…
Τι είδους έρευνα κάνατε προκειμένου να ολοκληρώσετε το μυθιστόρημά σας «Οι σαράντα τρεις σιωπές»;
Η έρευνά μου ήταν κυρίως ιστορικού περιεχομένου. Μια γενική/περιληπτική επισκόπηση της ιστορίας της Κύπρου από την προϊστορική εποχή μέχρι σήμερα, με έμφαση στην τουρκική εισβολή του 1974 , η οποία φυσικά περιλαμβάνει τα γεγονότα που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν. Ωστόσο η έρευνα αυτή πλαισιώθηκε και με επιμέρους αναζήτηση στοιχείων από τα πεδία της αρχαιολογίας, της μυθολογίας, της λαογραφίας, του φυσικού περιβάλλοντος της νήσου. Ανάλογη έρευνα έκανα και με αντικείμενο την Αυστραλία, ώστε να κινήσω τους ήρωές μου σε όλους του τόπους με αληθοφάνεια. Να προσθέσω ότι όσον αφορά την Κύπρο έκανα και επιτόπια έρευνα. Τέλος θα ήθελα να πω ότι το στάδιο της έρευνας, που συχνά είναι απαραίτητο, με ευχαριστεί ιδιαιτέρως.
Έχοντας μια πολυετή εμπειρία στο χώρο της συγγραφής και όντας ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, τι είναι αυτό που σας έχει μείνει χαρακτηριστικά στη μέχρι τώρα πορεία σας;
Σε ηλικία δέκα ετών έγραψα το πρώτο μου λογοτέχνημα – ένα ποίημα εμπνευσμένο από τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για ελευθερία, χωρίς να έχω οποιαδήποτε σχέση με την Κύπρο. Τη στιγμή εκείνη δεν συνειδητοποίησα μεν, ένιωσα όμως βαθιά μέσα μου ότι η γραφή ήταν το ριζικό μου. Γι’ αυτό κι από τότε δεν σταμάτησα να γράφω. Και αναρωτιέμαι σήμερα πόσο τυχαίο είναι, μετά από μια τόσο μακρά διαδρομή, όντας πλέον στο γέρμα μου, να έχω γράψει ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο και πάλι από την Κύπρο… Σε κάθε περίπτωση, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Το επάγγελμα του συγγραφέα είναι μια μοναχική απασχόληση; Ποια είναι η γνώμη σας;
Όντως η συγγραφή είναι κατά βάση μια μοναχική απασχόληση, μέσω της οποίας ένας κατά βάση μοναχικός άνθρωπος εκφράζοντας τον εαυτό του επικοινωνεί με χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκουν στα κείμενά του τον εκφραστή τους.
Διαβάζετε τις κριτικές των βιβλίων σας; Πως διαχειρίζεστε τις θετικές και πως τις αρνητικές;
Φυσικά και διαβάζω τις κριτικές, τις οποίες αντιμετωπίζω σύμφωνα με την αίσθηση του μέτρου, που με χαρακτηρίζει. Δεν θυμάμαι ποτέ –ούτε καν στα πρώτα μου βήματα – να έχω πετάξει στα σύννεφα ή να έχω κατεβεί στα τάρταρα με αφορμή κάποια κριτική. Ίσως γιατί η επίγνωση της σχετικότητας και της ματαιότητας με συνοδεύουν διά βίου.
Τι γράφετε αυτή τη περίοδο; Θα περιμένουμε κάποιο νέο βιβλίο από εσάς το 2019;
Τώρα διάγω περίοδο δημιουργικής ανάπαυλας αναμένοντας τη μαγική στιγμή που σαν υπνοβάτης θα οδηγηθώ στον υπολογιστή και θα γράψω την πρώτη φράση ενός καινούργιου μυθιστορήματος. Η φράση αυτή δεν θα είναι αναγκαστικά η εισαγωγική του -μπορεί κάλλιστα να πρόκειται και για την ακροτελεύτια- θα είναι όμως εκείνη που θα το ρυμουλκήσει. Ίδωμεν…
Ολοκληρώνοντας, ποια θα ήταν η συμβουλή σας σε κάποιον ή κάποια που θέλει να κάνει τα πρώτα του βήματα στην συγγραφή;
Πρώτα και κύρια να είναι ο εαυτός τους, δηλαδή να αποφύγουν τη μίμηση. Να σκάβουν βαθιά μέσα τους. Να μη βιάζονται και να μη βιάζουν τα πράγματα. Να δουλεύουν το κείμενό τους εξαντλητικά, ώστε να προσφέρουν στους αναγνώστες το καλύτερο που δύνανται.
Σχετικά άρθρα
Διαβάσαμε: “Οι σαράντα τρεις σιωπές” από τη Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη