Book Corner:”Φοβού τους Δαναούς” του Philip Kerr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ένας φονικός άνεμος λυσσομανούσε στους δρόμους του Μονάχου ενώ πήγαινα στη δουλειά εκείνη τη νύχτα. Ήταν από εκείνους τους ψυχρούς, ξηρούς βαυαρικούς ανέμους που φυσάνε από τις Άλπεις ξυρίζοντας σαν καινούργιο ξυράφι και σε κάνουν να εύχεσαι να ζούσες σε πιο θερμά κλίματα ή να είχες καλύτερο παλτό ή, τουλάχιστον, μια δουλειά που δεν θα σε ανάγκαζε να χτυπάς κάρτα στις έξι το βράδυ. Είχα κάνει αρκετές νυχτερινές βάρδιες όταν ήμουν στο Ανθρωποκτονιών του Βερολίνου, οπό- τε θα έπρεπε να είχα συνηθίσει τα μελανιασμένα δάχτυλα και τα παγωμένα πόδια, πόσο μάλλον την έλλειψη ύπνου και τον ελεεινό μισθό. Τέτοιες νύχτες όμως ένα νοσοκομείο γεμάτο κόσμο δεν είναι το μέρος όπου θα ήθελε κανείς να είναι καταδικασμένος να δουλεύει ως επιστάτης μέχρι την αυγή. Θα έπρεπε να κάθεται δίπλα στη φωτιά, σε μια ωραία μπιραρία, με μια ξανθιά μπίρα με πλούσιο αφρό στο χέρι, ενώ η γυναίκα του θα περίμενε στο σπίτι, υπόδειγμα συζυγικής πίστης, υφαίνοντας ένα σάβανο και σχεδιάζοντας να γλυκάνει τον καφέ του με κάτι πιο θανατηφόρο από μια επιπλέον κουταλιά ζάχαρη.

Όταν λέω βέβαια ότι ήμουν νυχτερινός επιστάτης, θα ήταν πιο ακριβές να πω ότι ήμουν υπάλληλος του νεκροτομείου, αλλά η φράση νυχτερινός επιστάτης ακούγεται καλύτερα όταν έχεις πιάσει την κουβέντα. Το «υπάλληλος νεκροτομείου» κάνει πολλούς να αισθάνονται άβολα. Κυρίως τους ζωντανούς. Όταν όμως έχεις δει τόσα πτώματα όσα έχω δει εγώ, δεν σκοτίζεσαι από την ύπαρξη τόσου θανάτου γύρω σου. Μπορείς να τον αντέξεις σε οποιαδήποτε ποσότητα ύστερα από τέσσερα χρόνια στο σφαγείο της Φλάνδρας. Εξάλλου, η δουλειά είναι δουλειά και, από τη στιγμή που οι δουλειές σπάνιζαν εκείνες τις μέρες, δεν κοιτούσες τον γάιδαρο στα δόντια, ούτε καν εκείνο τον κουτσό που μου είχαν χαρίσει, χωρίς καν να τον δω, έξω από τις πόρτες του τοπικού εργοστασίου κόλλας οι παλιοί μου σύντροφοι στο Πάντερμπορν· μου είχαν βρει τη δουλειά στο νοσοκομείο αφού μου είχαν δώσει νέα ταυτότητα και πενήντα μάρκα. Μέχρι να βρω λοιπόν κάτι καλύτερο, εγώ είχα ξεμείνει μ’ αυτήν και οι πελάτες μου είχαν ξεμείνει μ’ εμένα. Πάντως δεν είχα ακούσει κανέναν τους να παραπονιέται για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερα.

Θα έλεγε κανείς πως οι νεκροί μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους, αλλά, φυσικά, στα νοσοκομεία πεθαίνουν άνθρωποι όλη την ώρα και, όταν συμβαίνει αυτό, συνήθως χρειάζονται λίγη βοήθεια για να μετακινηθούν. Φαίνεται πως οι μέρες της εκπαραθύρωσης των ασθενών έχουν περάσει. Δουλειά μου ήταν να παίρνω τα πτώματα από τους θαλάμους και να τα κατεβάζω στον οίκο του θανάτου, όπου τα έπλενα πριν τα αφήσω έξω για να τα παραλάβουν οι νεκροθάφτες. Τον χειμώνα δεν μπαίναμε στον κόπο να ψύξουμε τα πτώματα ούτε να ψεκάσουμε για τις μύγες. Δεν χρειαζόταν. Στο νεκροτομείο η θερμοκρασία ήταν ελάχιστους βαθμούς πάνω από το μηδέν. Τον περισσότερο καιρό δούλευα μόνος και ύστερα από έναν μήνα στο νοσοκομείο Σβάμπινγκ μάλλον είχα συνηθίσει τα πάντα – το κρύο, τη μυρωδιά και το αίσθημα μιας μοναξιάς που δεν ήταν απόλυτη, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Μια δυο φορές ένα πτώμα κινήθηκε μόνο του – γίνεται κι αυτό πότε πότε, συνήθως λόγω του αέρα –, κάτι που πρέπει να παραδεχτώ ότι με τάραξε κάπως, χωρίς όμως να με εκπλήξει. Είχα περάσει τόσο καιρό μόνος, που είχα αρχίσει να μιλάω στο ραδιόφωνο. Τουλάχιστον από εκεί υπέθετα ότι έρχονταν οι φωνές. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος σε μια χώρα που γέννησε τον Λούθηρο, τον Νίτσε και τον Αδόλφο Χίτλερ.

Εκείνη τη νύχτα έπρεπε να ανέβω στα επείγοντα περιστατικά και να παραλάβω ένα πτώμα που θα προβλημάτιζε ακόμη και τον Δάντη. Μια βόμβα από τον πόλεμο – εκτιμάται ότι υπάρχουν δε- κάδες χιλιάδες θαμμένες σε όλο το Μόναχο, κάτι που κάνει την ανοικοδόμηση επικίνδυνη – είχε εκραγεί στο κοντινό Μούζαχ σκοτώνοντας τουλάχιστον έναν και τραυματίζοντας αρκετούς άλλους σε μια τοπική μπιραρία, η οποία είχε υποστεί τις περισσότερες ζημιές από την έκρηξη. Την είχα ακούσει λίγο πριν ξεκινήσω τη βάρδια μου και μου είχε φανεί σαν επευφημίες που έρχονταν από την Άσγκαρντ. Αν δεν είχα βάλει ήδη μονωτική ταινία για να μην κάνει ρεύμα, το τζάμι του παραθύρου μου θα είχε σπάσει. Μικρό το κακό λοιπόν. Πόση σημασία είχε άλλωστε ο θάνατος ενός ακόμη Γερμανού από βόμβα που είχε ρίξει τόσα χρόνια πριν ένα αμερικανικό ιπτάμενο φρούριο;

Ο νεκρός έμοιαζε σαν να είχε πρώτη θέση σε κάποιον ιδιαίτερο κύκλο της κόλασης, όπου τον είχε ξεσκίσει με τα δόντια του ένας πολύ θυμωμένος Μινώταυρος και τον είχε κόψει κομματάκια. Δεν θα ξαναχόρευε ποτέ, αν σκεφτείς ότι τα πόδια του ήταν κομμένα από το γόνατο, και είχε πολύ άσχημα εγκαύματα· το πτώμα του ανέδιδε μια ελαφριά μυρωδιά τσίκνας, που γινόταν ακόμη πιο τρομακτική επειδή, με κάποιον αόριστο και ανεξήγητο τρόπο, μου άνοιγε την όρεξη. Μόνο τα παπούτσια του είχαν μείνει άθικτα· όλα τα άλλα – ρούχα, δέρμα, μαλλιά – αποτελούσαν ένα θέαμα αποκρουστικό. Τον έπλυνα προσεκτικά – το σώμα του ήταν σαν πινιάτα από γυάλινα και μεταλλικά θραύσματα – και έκανα ό,τι μπορούσα για να τον σουλουπώσω. Τα γυαλισμένα παπούτσια Salamander τα έβαλα σε ένα κουτί, μήπως και εμφανιζόταν κάποιος από την οικογένειά του για να αναγνωρίσει τον κακομοίρη.

Ένα ζευγάρι παπούτσια μπορεί να πει πολλά, αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν απελπιστική, λες και τις τελευταίες δώδεκα μέρες ο νεκρός σερνόταν στο χώμα δεμένος στο αγαπημένο άρμα κάποιου. Το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του έμοιαζε με μισό κιλό φρεσκοκομμένο κιμά σκύλου και ο ακαριαίος θάνατός του ήταν μάλλον ευτύχημα, αν και δεν θα έλεγα ποτέ ανοιχτά κάτι τέτοιο. Η ευθανασία αποτελεί ακόμα πολύ ευαίσθητο ζήτημα ανάμεσα σε πολλά άλλα ευαίσθητα ζητήματα στη σύγχρονη Γερμανία. Δεν είναι να απορεί κανείς που υπάρχουν τόσο πολλά φαντάσματα σε αυτή την πόλη. Μερικοί περνούν όλη τους τη ζωή χωρίς να δουν ποτέ κάποιο· εγώ, πάλι, βλέπω συνεχώς. Ακόμη και φαντάσματα που κατά κάποιο τρόπο αναγνωρίζω. Δώδεκα χρόνια μετά τον πόλεμο ένιωθα σαν να ζούσα στο κάστρο του Φρανκενστάιν και κάθε φορά που κοιτούσα γύρω μου νόμιζα πως έβλεπα ένα σκεφτικό, θλιμμένο πρόσωπο που μισοθυμόμουν από το παρελθόν. Πολύ συχνά έμοιαζε με το πρόσωπο κάποιου παλιού συντρόφου, αλλά πού και πού έμοιαζε με της μητέρας μου. Μου λείπει πολύ. Μερικές φορές τα φαντάσματα με περνούσαν κι εμένα για φάντασμα, κάτι που δεν ήταν καθόλου παράξενο· μόνο το όνομά μου έχει αλλάξει, όχι και το πρόσωπό μου, δυστυχώς. Εξάλλου, η καρδιά μου έκανε κόλπα, σαν παιδί με δύσκολο χαρακτήρα, μόνο που δεν ήταν πια τόσο νέα. Πότε πότε πετάριζε, έτσι, για πλάκα, σαν να ήθελε να μου δείξει τι θα συνέβαινε αν ποτέ αποφάσιζε να κάνει διάλειμμα από τη φροντίδα ενός κουραστικού Γερμανού όπως εγώ.

Όταν γύρισα στο σπίτι στο τέλος της βάρδιας μου, έβρασα νερό για τον καφέ με τον οποίο συνόδευα συνήθως το πρωινό μου σναπς και έκλεισα με προσοχή το γκάζι στο κουζινάκι μου με τις δύο εστίες. Το γκάζι είναι εξίσου εκρηκτικό με το ΤΝΤ, ακόμη και το ισχνό και αραιό αέριο που βγαίνει με θόρυβο από τους γερμανικούς σωλήνες. Έξω από το μουντό κίτρινο παράθυρό μου βρισκόταν ένας σωρός από συντρίμμια ύψους είκοσι πέντε μέτρων, άλλη μια παρακαταθήκη των βομβαρδισμών του πολέμου: το εβδομήντα τοις εκατό των κτιρίων του Σβάμπινγκ είχαν καταστραφεί, κι αυτό ήταν καλό για μένα, αφού τα νοίκια των δωματίων είχαν πέσει πολύ. Αυτό στο οποίο έμενα βρισκόταν σε ένα κτίριο υπό κατεδάφιση και είχε στον τοίχο μια ρωγμή τόσο πλατιά και μακριά, που θα μπορούσες να κρύψεις μέσα μια αρχαία πόλη της ερήμου. Μου άρεσε όμως ο σωρός από τα συντρίμμια. Με βοηθούσε να θυμάμαι ποια ήταν η ζωή μου μέχρι πρότινος. Μου άρεσε ακόμη και ότι ένας ντόπιος ξεναγός πήγαινε τους επισκέπτες στην κορυφή του σωρού, μέρος κι αυτό της πολυδιαφημισμένης ξενάγησης στο Μόναχο. Στην κορυφή υπήρχε ένας σταυρός και είχες ωραία θέα της πόλης. Η εφευρετικότητα του τύπου ήταν αξιοθαύμαστη. Όταν ήμουν μικρός, είχα τη συνήθεια να ανεβαίνω στην κορυφή του καθεδρικού του Βερολίνου – και τα διακόσια εξήντα τέσσερα σκαλιά – και να περπατάω στην περίμετρο του θόλου με μόνη μου συντροφιά τα περιστέρια· δεν είχα σκεφτεί ποτέ όμως να κάνω σταδιοδρομία σε κάτι τέτοιο.

Ποτέ δεν μου άρεσε ιδιαίτερα το Μόναχο, με την αγάπη του για τις παραδοσιακές φορεσιές και τις χαρούμενες μπάντες χάλκινων πνευστών, με τους πιστούς ρωμαιοκαθολικούς και τους ναζί. Το Βερολίνο μου ταίριαζε καλύτερα, και όχι μόνο επειδή καταγόμουν από εκεί. Το Μόναχο ήταν πιο συντηρητικό, συμμορφωνόταν και κυβερνιόταν πιο εύκολα απ’ ό,τι η παλιά πρωσική πρωτεύουσα. Είχα την ευκαιρία να το γνωρίσω καλά τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, όταν η δεύτερη γυναίκα μου, η Κίρστεν, κι εγώ προσπαθούσαμε να διαχειριστούμε ένα ξενοδοχείο στη χειρότερη δυνατή τοποθεσία, ένα προάστιο του Μονάχου με την ονομασία Νταχάου, που είναι πλέον διαβόητο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχαν εκεί οι ναζί· δεν μου άρεσε ούτε τότε. Η Κίρστεν πέθανε, κάτι που δεν βοήθησε και πολύ τα πράγματα, και σύντομα αφότου έφυγα, έχοντας σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ, να με πάλι εδώ, χωρίς κάποιο σχέδιο για το μέλλον, ή τουλάχιστον χωρίς σχέδιο για το οποίο να θέλω να μιλήσω, μη τυχόν και ακούει ο Θεός. Δεν θεωρώ πως είναι τόσο ελεήμων όσο πιστεύουν οι Βαυαροί. Ειδικά μια Κυριακή βράδυ. Και σίγουρα όχι μετά το Νταχάου. Ήμουν όμως εκεί και προσπαθούσα να είμαι αισιόδοξος, αν και δεν υπήρχε καθόλου χώρος για κάτι τέτοιο – σίγουρα όχι στο στριμωγμένο μου δωμάτιο –, και έβαζα τα δυνατά μου να βλέπω την καλή πλευρά της ζωής, έστω κι αν η θέα έμοιαζε να εμποδίζεται από έναν ψηλό αγκαθωτό φράχτη.

Για όλα αυτά, ένιωθα μια μικρή ικανοποίηση γι’ αυτό που έκανα για να εξασφαλίσω τα προς το ζην· το να καθαρίζω σκατά και να πλένω πτώματα μου φαινόταν καλή εξιλέωση για όσα είχα κάνει στο παρελθόν. Ήμουν μπάτσος, όχι κανονικός μπάτσος, αλλά χρήσιμο τσιράκι στην Υπηρεσία Ασφαλείας για τύπους όπως ο Χάιντριχ, ο Νέμπε και ο Γκέμπελς. Δεν ήταν μια εξιλέωση όπως εκείνη του παλιού Γερμανού βασιλιά Ερρίκου Δ΄, που, ως γνωστόν, πήγε γονατιστός μέχρι το Κάστρο της Κανόσα για να πάρει άφεση από τον πάπα, αλλά ίσως να έφτανε. Εξάλλου, όπως και η καρδιά μου, τα γόνατά μου δεν ήταν όπως παλιά. Με μικρές πράξεις, όπως και η ίδια η Γερμανία, προσπαθούσα να φτάσω σιγά σιγά στην ηθική αξιοπρέπεια. Στο κάτω κάτω, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι το σιγά σιγά μπορεί να σε πάει μακριά, ακόμη κι αν προχωράς με τα γόνατα.

Η πραγματικότητα είναι ότι η διαδικασία αυτή είχε λίγο καλύτερα αποτελέσματα για τη Γερμανία παρά για μένα, κι αυτό χάρη στον Γέρο. Έτσι αποκαλούσαμε τον Κόνραντ Αντενάουερ, επειδή ήταν εβδομήντα τριών χρονών όταν έγινε ο πρώτος μεταπολεμικός καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας. Στα ογδόντα ένα του ήταν ακόμα στην εξουσία και ηγέτης των χριστιανοδημοκρατών και, εκτός κι αν ανήκες σε κάποια ριζοσπαστική εβραϊκή ομάδα όπως η Ιργκούν, που είχε προσπαθήσει κάμποσες φορές να τον δολοφονήσει, έπρεπε να παραδεχτείς ότι έκανε πολύ καλή δουλειά. Ο κόσμος μιλούσε ήδη για το «θαύμα του Ρήνου» και δεν αναφερόταν στον Άγιο Άλμπαν του Μάιντς.* Χάρη στο Σχέδιο Μάρσαλ, στον χαμηλό πληθωρισμό, στην ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη και στη σκληρή δουλειά η Γερμανία τα πήγαινε πλέον καλύτερα από την Αγγλία στον οικονομικό τομέα. Αν και αυτό δεν με εξέπληττε ιδιαίτερα· οι Εγγλέζοι παραήταν αυτάρεσκοι, κι αυτό τους έκανε κακό. Αφού κέρδισαν δύο παγκόσμιους πολέμους, έκαναν το λάθος να πιστέψουν πως ο κόσμος έπρεπε να τους συντηρεί ες αεί. Το πραγματικό θαύμα ήταν ότι ο υπόλοιπος κόσμος έδειχνε να έχει συγχωρέσει τη Γερμανία για έναν πόλεμο που είχε κοστίσει τη ζωή σαράντα εκατομμυρίων ανθρώπων – παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο Γέρος είχε θέσει τέλος στη διαδικασία αποναζιστικοποίησης και είχε εισαγάγει νόμο που έδινε αμνηστία στους εγκληματίες πολέμου, ενέργειες που εξηγούσαν τη μόνιμη και γενική υποψία ότι πολλοί παλιοί ναζί είχαν επιστρέψει στην κυβέρνηση. Ο Γέρος είχε μια χρήσιμη εξήγηση και γι’ αυτό: έλεγε ότι πρώτα έπρεπε να εξασφαλίσεις την παροχή καθαρού νερού, και μετά να πετάξεις το βρώμικο.

Ως κάποιος που η δουλειά του ήταν να πλένει νεκρούς Γερμανούς, δεν μπορούσα να διαφωνήσω.

Φυσικά, είχα περισσότερο βρώμικο νερό στον κουβά μου από πολλούς και εκτιμούσα ιδιαίτερα την ανωνυμία στην οποία είχα περιέλθει. Όπως η Γκάρμπο στην ταινία Γκραντ Οτέλ, το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι μόνος και μου άρεσε η ιδέα να είμαι ανώνυμος περισσότερο απ’ ό,τι το κοντό μουσάκι που είχα αφήσει για να με βοηθήσει να παραμείνω έτσι. Ήταν γκριζόξανθο, με μια μεταλλική χροιά, και με έκανε να φαίνομαι πιο σοφός απ’ ό,τι ήμουν. Η ζωή μας διαμορφώνεται από τις επιλογές που κάνουμε φυσικά, ιδιαίτερα από τις λανθασμένες. Η ιδέα όμως ότι είχα ξεχαστεί από την αστυνομία, πόσο μάλλον από τις μεγαλύτερες υπηρεσίες ασφαλείας και αντικατασκοπίας του κόσμου, ήταν, αν μη τι άλλο, ευχάριστη. Η ζωή μου, στα χαρτιά, φαινόταν καλή· πράγματι, μόνο εκεί φαινόταν πως την είχα περάσει σωστά, κάτι που, όπως είχα μάθει τόσα χρόνια στην αστυνομία, ήταν από μόνο του ύποπτο. Έτσι, για να διευκολύνω τη ζωή μου ως Κρίστοφ Γκαντς, περνούσα τον ελεύθερο χρόνο μου σκαλίζοντας το παρελθόν του και επινοώντας πράγματα που είχε κάνει ή κατορθώσει. Μέρη που είχε επισκεφθεί, δουλειές που είχε κάνει και, το πιο σημαντικό, πώς είχε υπηρετήσει στον πόλεμο το Τρίτο Ράιχ. Λίγο πολύ όπως και όλοι οι υπόλοιποι στη νέα Γερμανία. Ναι, όλοι είχαμε γίνει πολύ δημιουργικοί όσον αφορούσε το βιογραφικό μας. Συμπεριλαμβανομένων, απ’ ό,τι φαινόταν, και πολλών μελών του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος.

Ήπια άλλο ένα ποτό με το πρωινό μου, απλώς για να με βοηθήσει να κοιμηθώ φυσικά, και πήγα για ύπνο, όπου ονειρεύτηκα καιρούς πιο ευτυχισμένους, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προσευχή στον θεό του μαύρου σύννεφου, που κατοικούσε στους ουρανούς. Από τη στιγμή που κανένας δεν απαντάει στις προσευχές, είναι δύσκολο να διακρίνεις τη διαφορά.

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Φοβού τους Δαναούς” του Philip Kerr. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πολύ υψηλός κίνδυνος δασικής πυρκαγιάς σε όλους τους νομούς της Περιφέρειας Πελοποννήσου την Πέμπτη 18 Ιουλίου

Σύμφωνα με το Χάρτη Πρόβλεψης Κινδύνου Πυρκαγιάς, τον οποίο εκδίδει η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας για την Πέμπτη 18 Ιουλίου προβλέπεται πολύ υψηλός κίνδυνος δασικής πυρκαγιάς (κατηγορία κινδύνου 4) στους Νομούς Αρκαδίας, Αργολίδας, Κορινθίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας. Η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας συνιστά στους πολίτες και στους επαγγελματίες να

Σε εξέλιξη η πυρκαγιά που ξέσπασε στο δάσος της Σολυγείας

Σε εξέλιξη είναι μέχρι αυτή την ώρα η δασική πυρκαγιά που εκδηλώθηκε λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι στο Σοφικό και συγκεκριμένα  στη θέση “Λαρίσι”. Λόγω των καιρικών συνθηκών που ευνοούν το ξέσπασμα πυρκαγιών και χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλές θερμοκρασίες και δυνατούς ανέμους, η φωτιά επεκτάθηκε γρήγορα. Σύμφωνα με τους αξιωματικούς της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας είναι

Σινεμά ο Σταθμός, για τρίτη φορά στην Τρίπολη!

3 σιδηροδρομικοί σταθμοί ανοίγουν ξανά για μία μόνο βραδιά για να υποδεχτούν ξεχωριστές ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου 4η χρονιά φέτος για την ενέργεια ΄΄Σινεμά ο Σταθμός΄΄ , και με 3η επίσκεψη στην πόλη της Τρίπολης! Ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης ,αποτελεί εκ νέου επιλογή της ενέργειας και την τρίτη στάση της φετινής διαδρομής

Πολύ υψηλός κίνδυνος πυρκαγιών (18/7/2024)

ΔΗΜΟΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Την 18/07/2024 ο κίνδυνος πυρκαγιών θα είναι πολύ υψηλός (κατηγορία κινδύνου 4) . Α] Ενημερώνουμε τους αγρότες, κτηνοτρόφους, μελισσοκόμους και τους κατοίκους της περιοχής εν γένει, για την αποφυγή ενεργειών πρόκλησης πυρκαγιάς από αμέλεια (χρήση πυρός για καύση χόρτων και κλαδιών, χρήση εργαλείων που δημιουργούν σ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Μετάβαση στο περιεχόμενο