Διαμέρισμα Χάνδακα – Αγία Ειρήνη, 1551
Φαίδρα
Ίσα που είχε ξεπροβάλλει ο ήλιος στην κορφή του βουνού πάνω από τον κάμπο, λούζοντας με τις πρώτες αχτίδες του την απέναντι λοφοπλαγιά. Αμέσως η σκιά της κορφής πήρε να κατεβαίνει βιαστικά, μέχρι που εξαφανίστηκε μέσα στους απέραντους αμπελώνες, ενώ το χρυσό φως που τη διαδέχτηκε διαπέρασε τα φύλλα τους, μεταμορφώνοντας τα διάφανα και άγουρα ακόμα σταφύλια που κρέμονταν ανάμεσά του σε λαμπερά μαργαριτάρια.
Μια απέραντη γαλήνη απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη στην πεδιάδα. Ακόμη και τα πουλιά, που στην αρχή γυροπετούσαν χαρούμενα καλωσορίζοντας την ανατολή, τώρα είχαν λουφάξει στις φωλιές τους.
Ο ήλιος, μεγαλοπρεπής και συνεπής στην αποστολή του, ξεκινούσε και πάλι τη διαδρομή της μέρας, που άλλοτε κυλούσε αργά και μονότονα και άλλοτε ήταν γεμάτη γεγονότα και εκπλήξεις.
Η γυναίκα διέσχισε το στενό μονοπάτι και περπάτησε ως την άκρη της ξερολιθιάς, αγναντεύοντας με αγωνία τον δρόμο που σαν ποτάμι διέτρεχε τον κάμπο. Τα μαλλιά της, χρυσό φωτοστέφανο, της χάριζαν αγγελική όψη. Ψηλή, περήφανη γυναίκα, μα λυπημένη.
Αναστέναξε βαθιά και τύλιξε τα χέρια γύρω από το κορμί της, ενώ τα μάτια της δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να κοιτάζουν ως πέρα μακριά με μια κυφή ελπίδα, μέχρι που ο ήλιος κοντάριασε πια στον ουρανό. Έμοιαζε σαν να περίμενε κάποιο σημάδι. Η απόλυτη ησυχία, όμως, που επικρατούσε εξακολουθούσε να μη διαταράσσεται, αφού τίποτα δεν φαινόταν να κινείται.
Αναστέναξε ξανά, και βαθιά απογοητευμένη από τη μάταιη τούτη προσμονή χτύπησε απότομα τα χέρια στα μεριά της. Απελπισία; Απόγνωση; Οδύνη; Όλα αποτυπώθηκαν μεμιάς στο πρόσωπό της. Ύστερα έσκυψε το κεφάλι, κι όταν σε λίγο το ανασήκωσε, τα μάτια της είχαν μεταμορφωθεί σε πύρινες θάλασσες. Δάκρυα ήταν αυτά που κυλούσαν και μούσκευαν την άκρη του μπέτη της ή σταγόνες ιδρώτα;
Έφερε μηχανικά το χέρι της πάνω στη φλέβα του λαιμού της που χτυπούσε γοργά και ακουμπούσε την καμπύλη του στήθους της ανιχνεύοντας την υγρασία. Αλαφιασμένη από αυτό που έκανε, μάζεψε το χέρι της βιαστικά και το κράτησε σφιχτά δεμένο με το άλλο. Μεγάλη αμαρτία να αγγίζει το κορμί της. Μόνο ο κύρης της είχε αυτό το δικαίωμα, μόνο εκείνος….
Μα που ήταν επιτέλους, πόσο θα τον περίμενε ακόμα; Κάθε μέρα τον αποζητούσε ολοένα και πιο πολύ, το σώμα της πονούσε από τη στέρηση της αγκαλιάς του, οι νύχτες της είχαν καταντήσει μαρτύριο, και τα χαράματα, εξαντλημένη από τις άυπνες ώρες που περνούσε να τον σκέφτεται, έβγαινε στη στράτα σαν τρελή και αγνάντευε τον κάμπο. Κάθε μέρα ξημέρωνε με την ελπίδα πως ίσως σήμερα εκείνος επέστρεφε, πως ίσως σήμερα η ανάσα του θα κολλούσε πάνω στα χείλη της.
Τρεμούλιασε από πόθο καθώς θυμήθηκε τις αφέγγαρες βραδιές, ή τις άλλες με πανσέληνο, που τα χέρια του κούρσευαν το κορμί της. Θυμήθηκε τα άγρια χάδια του και τον τρόπο που την ΄κανε δική του, άλλοτε αργά, ηδονικά και άλλοτε με περίσσια βιάση. Πάλευαν με τις ώρες, ολόγυμνοι, ποτέ με δυνατά βογκητά που τους έκοβαν την ανάσα και πότε με πνιχτούς αναστεναγμούς, για να κατακτήσουν ο ένας το σώμα του άλλου, αδιαφορώντας για τις κρυφές ματιές του φεγγαριού, έτσι όπως ήταν τυλιγμένοι με το φως του πάθους τους.
Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν από ανεκπλήρωτη ηδονή, το στόμα της άνοιξε και της ξέφυγε μια κραυγή οδύνης. Ύστερα, σαν τρομαγμένη ελαφίνα, γύρισε την πλάτη της στον έρημο δρόμο κι έτρεξε βιαστικά να χωθεί πίσω από την ξύλινη πόρτα του μεγάλου σπιτιού, που έστεκε ολομόναχο στην άκρη του κάμπου.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Θυσία” της Άννας Γαλανού. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.