Καμία αλλαγή ούτε την επόμενη νύχτα. Τα φεγγάρια στον ουρανό παρέμεναν δύο. Το μεγάλο ήταν κανονικό. Ζωσμένο ολόκληρο με μια μυστηριώδη χλομάδα, σαν να είχε μόλις βγει από μια βουτιά σε ένα βουνό από στάχτη, κατά τα άλλα όμως το ίδιο γνωστό φεγγάρι από καταβολής κόσμου. Το ίδιο φεγγάρι που είχε σημαδέψει εκείνο το ζεστό καλοκαίρι του 1969 ο Νιλ Άρμστρονγκ με το μικρό βήμα αλλά γιγαντιαίο άλμα του. Δίπλα του είχε ένα μικροκαμωμένο, πράσινο και στραβό φεγγάρι, σαν κακόμορφο παιδάκι που ακολουθούσε ντροπαλό από κοντά το μεγάλο φεγγάρι.
Σίγουρα μου ‘χει στρίψει, δεν εξηγείται αλλιώς, σκεφτόταν η Αομάμε. Ένα φεγγάρι είχαμε πάντα κι ένα έπρεπε να έχουμε και τώρα. Εντάξει, ας πούμε πως ο αριθμός αυξήθηκε κι έγιναν ξαφνικά δύο. Μα δε θα είχε διάφορες επιπτώσεις στη ζωή του πλανήτη; Στις παλίρροιες, για παράδειγμα, που θα είχαν αλλάξει και θα ‘χε βουίξει ο τόπος; Δεν μπορεί, θα το ‘χα πάρει είδηση. Άλλο να μου ξεφύγουν μερικά άρθρα στην εφημερίδα κι άλλο αυτό.
Είναι όμως πράγματι τόσο διαφορετικό; Μπορώ να το πω με σιγουριά εκατό τοις εκατό;
Η Αομάμε σκυθρώπιασε για λίγο. Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν συνεχώς γύρω μου τον τελευταίο καιρό. Ο κόσμος προχωράει μόνος του μόλις κλείνω τα μάτια μου, λες κι όλοι παίζουν «στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα». Μόνο έτσι εξηγείται ότι υπάρχουν δυο φεγγάρια πλάι πλάι στον ουρανό. Ίσως κάποια στιγμή που οι αισθήσεις μου αποκοιμήθηκαν, το μικρό φεγγάρι να έσκασε μύτη από κάπου στο διάστημα και να αποφάσισε να εγκατασταθεί στο πεδίο βαρύτητας της Γης σαν μακρινό ξαδέρφι του φεγγαριού.
Ανανεώθηκαν οι στολές και τα όπλα των αστυνομικών. Είχαμε μιαν άγρια ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα σε μια διμοιρία αστυνομικών και σε μια ομάδα εξτρεμιστών στα βουνά του Γιαμανάσι. Όλα αυτά έγιναν χωρίς να το καταλάβω. Στις ειδήσεις ανέφεραν τη συνεργασία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης για την κατασκευή ενός σεληνιακού σταθμού, Μήπως το γεγονός συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με την αύξηση του αριθμού των φεγγαριών; Η Αομάμε ανασκάλεψε τη μνήμη της να θυμηθεί μήπως είχε διαβάσει κάποιο άρθρο για το νεόκοπο φεγγάρι στη συνοπτική έκδοση της εφημερίδας στη βιβλιοθήκη, αλλά δε θυμήθηκε τίποτα.
Ήθελε να βρει κάποιον να τον ρωτήσει για όλα αυτά, αλλά δεν είχε ιδέα ποιον να βρει και πως να τον ρωτήσει. Μήπως κάπως έτσι: «Να σου πω, σαν να μου φαίνεται ότι βγήκαν δυο φεγγάρια στον ουρανό. Δε ρίχνεις μια ματιά κι εσύ;» Μπα όχι, θα ήταν πολύ ανόητο. Αν όντως τα φεγγάρια είχαν γίνει δύο, πως γίνεται να μην το ήξερε; Αν ήταν ένα όπως πάντα, ο συνομιλητής της θα νόμιζε πως είχε τρελαθεί.
Η Αομάμε κάθισε βαριά στην πτυσσόμενη μεταλλική καρέκλα, έβαλε τα πόδια της πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού και σκέφτηκε δέκα διαφορετικούς τρόπους να κάνει την ερώτηση, ακόμη και φωναχτά, αλλά όλοι ακούγονταν εξίσου ανόητοι. Η όλη υπόθεση είναι εξωφρενική. Προφανώς δεν υπάρχει κάποια λογική ερώτηση. Το εμπέδωσα πια.
Αποφάσισε να αφήσει κατά μέρος την ερώτηση για το δεύτερο φεγγάρι. Θα περιμένω λίγο να δω. Αφού προς το παρόν δεν αντιμετωπίζω κάποιο πρακτικό πρόβλημα. Εξάλλου, ενδέχεται κάποια στιγμή που δεν το κοιτάζω να εξαφανιστεί.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “1Q84 – Βιβλίο Ι” του Haruki Murakami. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.