Το Αιγαίο, σ’ όλη του την άπλα, μ΄όλη την απλότητα, καταγάλανο, αχνιστό, άφοβα κοίταζε να το κοιτούν χιλιάδες έκπληκτα μάτια πάν’ απ’ τ’ ακρόλοφα που κλείδωναν την απροστάτευτη επαρχία της βορεινής Ελλάδας.
Άλλοι δεν ήταν απ’ τους Βούλγαρους που πέσαν πισώπλατα στη μικρή πόλη, και τώρα, γαντζωμένοι στις λοφοσειρές, βιγλίζαν, έτοιμοι να την κατασπαράξουν, ίδια γεράκια που αγεροζυγιάζουνται πριχού χυμήξουν.
Μόνο που δεν δυνήθηκαν ν’ αντισταθούν στον πειρασμό του Αιγαίου: να μείνουν για λίγο εκστατικοί στο μεγαλείο της γαλανής απεραντοσύνης του. Άχασκαν λιγωμένοι με μισάνοιχτα χείλια, τη θάλασσα, όπως χάσκουν μιαν ολόγυμνη γυναίκα που κοιμάται.
Στο γέρικο κάστρο που ρήμαξε με τον καιρό και γένηκε άσυλο στα κοράκια, είδαν οι άνθρωποι κείνο το προμεσήμερο μια σημαία να λύνεται απ΄το κοντάρι της και ν’ ανεβαίνει, ν’ ανεβαίνει κατά ψηλού, ωσότου αντάμωσε τον ουρανό και τέλεια εξομοιώθηκε με τη γαλάζια ουσία του.
Οι φλύαρες καπναποθήκες στόμωσαν. Η αγορά κένωσε ήρεμα και συλλογισμένα. Ανάσαναν κι οι δρόμοι απ’ το αδιάκοπο σούρτα φέρτα, κάπως. Κάτι παντζουρόφυλλα βιάστηκαν να κλείσουν. Ακούστηκαν κι αμπαρώματα στις πιο καχύποπτες πόρτες.
Οι βάρβαροι είχαν φθάσει.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Τα Σιλό” του Βασίλη Βασιλικού. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg.