Η καρδιά της πόλης του Ναυπλίου χτυπά στην τεράστια κεντρική πλατεία του. Πλήθος κόσμου την επισκέπτεται κάθε μέρα, για κουβέντα, παιχνίδι, χάζι, ποτό, και τα Σαββατοκύριακα δυσκολεύεσαι να βρεις έστω ένα τραπέζι ελεύθερο στις καφετέριες.
Σαν να τους έλκει κάποια βαρυτική δύναμη, ζευγάρια κάθε ηλικίας συρρέουν κατηφορίζοντας τα ενετικά σοκάκια, περπατώντας δυο δυο, σαν πλάσματα βγαλμένα από την κιβωτό. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων κάνει τη βόλτα του γύρω από την πλατεία κάθε βράδυ εδώ και πέντε δεκαετίες, πάντα στον ρυθμό των χτύπων του ρολογιού. Και μολονότι ο άντρας τώρα πια στηρίζεται σε μπαστούνι, ο ρυθμός τους έχει παραμείνει αμετάβλητος.
Σε μικρή απόσταση πίσω τους, ακολουθούν δυο ευπαρουσίαστοι άντρες, ο ένας νεότερος από τον άλλον. Σε άλλες πόλεις μπορεί να αισθάνονταν ελεύθεροι να περπατήσουν αγκαζέ. Ο ένας έχει πλούσια άσπρα μαλλιά σαν τρίχωμα περσικής γάτας, ενώ ο άλλος είναι κοντοκουρεμένος σαν αρουραίος των αγρών. Φορούν σπορ ακριβά ρούχα κι έχουν από ένα παστέλ κασμιρένιο πουλόβερ ριγμένο στους ώμους με τα μανίκια δεμένα μπροστά τους. Πηγαίνουν και κάθονται σε ενα τραπέζι ενός από τα καινούρια καφέ – μπαρ. Είναι ευκατάστατοι Αθηναίοι που έχουν έρθει για το Σαββατοκύριακο.
Μια γυναίκα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη κάνει μαζί με τον άντρα της τον γύρο της πλατείας σε βραδύτερους ρυθμούς. Είναι στις μέρες της από καιρό και ελπίζει ο παλμός του περιπάτου τους να παρακινήσει το μωρό να ξεκινήσει το ταξίδι του προς τον έξω κόσμο. Κάθε της βήμα είναι κοπιαστικό και, ενώ το κάνει, φοβάται μήπως δεν καταφέρει να ολοκληρώσει τη βόλτα.
Δυο άντρες βλέπουν ποδόσφαιρο σε μια καφετέρια. Ο ένας πετάγεται όρθιος με ενθουσιασμό, κινδυνεύοντας να τουμπάρει το τραπέζι, κάθε φορά που κάποιος παίκτης της ομάδας του φτάνει κοντά στο γκολ. Έπειτα κάθεται ξανά ήρεμος και συνεχίζει την κουβέντα με τον φίλο του. Αυτός δεν ασχολείται τόσο. Καμία από τις δύο δεν είναι η ομάδα του.
Δύο μικρά αγόρια κλοτσούν μια μπάλα, τρέχοντας ξοπίσω της σαν παλαβά κάθε φορά που κυλάει ανεξέλεγκτη από τη μεγάλη κατωφέρεια της πλατείας. Δύο σκυλιά κυνηγούν το ένα το άλλο και μετά το καθένα την ουρά του, γαβγίζοντας και κλαψουρίζοντας. Ξαφνικά, το ένα ρίχνεται στο κυνηγητό της μπάλας των αγοριών.
Πιο ‘κεί, δύο γυναίκες μάλλον υπερβολικά καλοντυμένες και παρφουμαρισμένες, με μαλλιά κομμωτηρίου λόγω της ημέρας. Δεν είναι δίδυμες, ούτε αδερφές, αλλά με τα χρόνια έχουν αρχίσει να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους – ίδιο ξανθό στα μαλλιά, παρόμοιες ρυτίδες στο πρόσωπο. Τις λένε Δήμητρα και τις δύο, κι έτσι σήμερα, του Αϊ-Δημήτρη, γιορτάζουν μαζί και δέχονται και οι δύο τα «Χρόνια Πολλά» από πολλούς φίλους τους που συναντούν στην πλατεία.
Δύο κορίτσια, οι καλύτερες φίλες στην τετάρτη δημοτικού, είναι απορροφημένες στις ιστορίες που πλάθουν με τη φαντασία τους παίζοντας με τις κούκλες τους. Φορούν και οι δύο ροζ πουλόβερ στο χρώμα του κουφέτου, τζιν παντελόνια και αθλητικά παπούτσια με φωτάκια που αναβοσβήνουν καθώς τρέχουν.Δύο αγόρια, συμμαθητές των κοριτσιών, φέρνουν γύρω γύρω την πλατεία ξανά και ξανά με τα ποδήλατά τους, τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, που οι ρόδες τους σχεδόν αγγίζουν η μια την άλλη. Τσιρίζουν χαρωπά και όλο και πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, πιο κοντά, πιο κοντά, πιο κοντά, ώσπου ξαφνικά συγκρούονται και σωριάζονται κάτω σε ένα κουβάρι από πλαίσια αλουμινίου και πληγιασμένα καλάμια. Ντρέπονται να κλάψουν. Σηκώνονται και φεύγουν κουτσαίνοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις, τσουλώντας πλάι τους τα στραπατσαρισμένα ποδήλατά τους.
Μόνο ένας άνθρωπος στην Πλατεία Συντάγματος κάθεται μονάχος του. Με παρέα μόνο ένα σκέτο τσίπουρο, παρατηρεί τη σκηνή κάτω από βλέφαρα που κρέμονται βαριά πάνω από τα μάτια του. Στρίβει τσιγάρο χωρίς να κοιτάζει τα χέρια του, το καπνίζει μηχανικά και επαναλαμβάνει τη διαδικασία. Το τραπέζι μπροστά του είναι πασπαλισμένο με στάχτες και το τασάκι ξέχειλο. Κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να το αλλάξει, παρόλο που ο σερβιτόρος δεν παραλείπει να του φέρει κι άλλο τσίπουρο όταν αδειάζει το ποτήρι του.
Ο Άκης Αδαμάκος σηκώνει το βλέμμα προς τον Άγιο Σπυρίδωνα και τραβάει ρουφηξιά από το τσιγάρο του, εισπνέοντας την πίσσα βαθιά μες στα πνευμόνια του. Κάθε Σάββατο, τέσσερις με έξι το απόγευμα, κάθεται σ’ εκείνη την καφετέρια για δύο ωρες ακριβώς. Σήμερα περνούν αργά.
Ακολουθεί με ευλάβεια αυτό το τελετουργικό. Ξαναζεί ενα απόγευμα πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν είχε καταφθάσει έξω από την εκκλησία φορώντας ένα γυαλιστερό γκρι γαμπριάτικο κοστούμι. Σηκώνει το βλέμμα, κοιτάζει τα σκαλιά προς τον Άγιο Σπυρίδωνα και θυμάται τον νεότερα εαυτό του, ταραγμένο, με ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι, που προορίζονταν για τη νύφη.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Οι καρτ ποστάλ” της Victoria Hislop. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.