Μια γραφομηχανή τίναξε στον αέρα το πεπρωμένο μου. Ήταν μια Hispano-Olivetti από την οποία με χώριζε για βδομάδες το τζάμι μιας βιτρίνας. Βλέποντάς το από τη σκοπιά του σήμερα, μέσα από τα χρόνια που έχουν περάσει, δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι ένα απλό μηχανικό αντικείμενο θα μπορούσε να έχει αρκετή δύναμη ώστε να εκτρέψει τη ρότα μιας ζωής και να κάνει σκόνη σε τέσσερις μέρες όλα τα σχέδια πάνω στα οποία είχε στηριχτεί. Έτσι έγινε ωστόσο και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για να το εμποδίσω.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν μεγάλα τα σχέδια που έκανα εγώ τότε. Επρόκειτο απλώς για άμεσες επιδιώξεις, επιδιώξεις οικογενειακής ζωής μάλλον, ανάλογες με τις συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου που μου έλαχε να ζήσω, μελλοντικά πλάνα που, λίγο να άπλωνα τις άκρες των δαχτύλων μου, θα τα έφτανα. Εκείνες τις μέρες ο κόσμος μου γυρνούσε αργά γύρω από κάποιες παρουσίες που εγώ θα θεωρούσα ακλόνητες και παντοτινές. Η μητέρα μου αποτελούσε πάντα την πιο σταθερή απ’ όλες. Ήταν μοδίστρα, δούλευε τεχνίτρια σ’ ένα ατελιέ μόδας με αριστοκρατική πελατεία. Είχε πείρα και σωστή κρίση, όμως δεν έπαψε ποτέ να είναι μια απλή μισθωτή ράφτρα, μια εργάτρια όπως τόσες άλλες που, για δέκα ώρες την ημέρα, καταπονούσε τα νύχια και τα μάτια της κόβοντας και ράβοντας, δοκιμάζοντας και διορθώνοντας ρούχα που προορίζονταν για κορμιά αλλά, όχι για το δικό της, και για βλέμματα που σπανίως θα είχαν για στόχο το άτομό της. Για τον πατέρα μου ήξερα ελάχιστα τότε. Τίποτα σχεδόν. Ποτέ δεν τον είχα κοντά μου, ούτε με επηρέασε η απουσία του. Ποτέ δεν τον είχα κοντά μου, ούτε με επηρέασε η απουσία του. Ποτέ δεν ένιωσα ιδιαίτερη περιέργεια να μάθω γι’ αυτόν, ώσπου η μητέρα μου, στα οχτώ ή στα εννιά μου χρόνια, αποπειράθηκε να μου δώσει κάποια ψήγματα πληροφοριών. Ότι εκείνος είχε άλλη οικογένεια, ότι ήταν αδύνατον να ζήσει μαζί μας. Ρούφηξα αυτά τα στοιχεία το ίδιο βιαστικά και ανόρεχτα όπως απόσωσα τις τελευταίες κουταλιές απ’ τις φακές της Σαρακοστής που είχα μπροστά μου. Η ζωή εκείνου του ξένου με ενδιέφερε πολύ λιγότερο από το να κατέβω φουριόζα να παίξω στη πλατεία.
Γεννήθηκα το καλοκαίρι του 1911, την ίδια χρονιά που η Παστόρα Ιμπέριο παντρεύτηκε τον Γάγιο, στο Μεξικό είδε το φως ο Χόρχε Νεγρέντε και στην Ευρώπη παράκμαζε το άστρο μιας εποχής που ονομάστηκε Μπελ Επόκ. Στο βάθος άρχιζαν να ακούγονται τα τύμπανα αυτού που θα εξελισσόταν στον πρώτο Μεγάλο Πόλεμε, και στα καφέ της Μαδρίτης διάβαζαν τότε την El Debate και την El Heraldo, ενώ η Τσελίτο από το παλκοσένικο άναβε τους άντρες λικνίζοντας ξεδιάντροπα τους γοφούς της στον ρυθμό των κουπλέ. Ο βασιλιάς Αλφόνσο ΙΓ’, από ερωμένη σε ερωμένη, τα κατάφερε έτσι ώστε εκείνη την εποχή να αποκτήσει τη πέμπτη νόμιμη κόρη του. Πρόεδρος της κυβέρνησης του ήταν στο μεταξύ ο φιλελεύθερος Καναλέχας, που δεν ήταν σε θέση να προβλέψει ότι μόλις έναν χρόνο αργότερα ένας εκκεντρικός αναρχικός θα έκοβε το νήμα της ζωής του με δυο σφαίρες στο κεφάλι καθώς θα κοίταζε τις νέες κυκλοφορίες στο βιβλιοπωλείο “San Martin”.
Μεγάλωσα σ’ ένα μέτρια ευτυχισμένο περιβάλλον, με οικονομική στενότητα μάλλον παρά με περίσσεια, δίχως όμως μεγάλες στερήσεις μήτε απογοητεύσεις. Ανατράφηκα σ’ ένα στενοσόκακο μιας παραδοσιακής γειτονίας της Μαδρίτης, κοντά στην Πλάθα δε λα Πάχα, δύο βήματα από τα Ανάκτορα. Σε απόσταση βολής από την ακατάπαυστη βουή της καρδιάς της πόλης, σε μια ατμόσφαιρα με απλωμένα ρούχα, μυρωδιά χλωρίνης, φωνές από τις γειτόνισσες και γάτες που λιάζονταν. Πήγα σ’ ένα υποτυπώδες σχολείο στον ημιώροφο ενός γειτονικού κτιρίου: Στα θρανία, φτιαγμένα για δύο μαθητές, στριμωχνόμασταν τέσσερα τέσσερα τα παιδιά, με σπρωξίδι και δίχως καμία τάξη, για να απαγγείλουμε ξεφωνίζοντας την “Ωδή στον πειρατή” και την προπαίδεια. Εκεί έμαθα να διαβάζω και να γράφω, τις τέσσερις μαθηματικές πράξεις, καθώς και τα ονόματα των ποταμών που διέσχιζαν τον κιτρινισμένο χάρτη που κρεμόταν στον τοίχο. Στα δώδεκά μου η εκπαίδευση μου έληξε και μπήκα ως μαθητευόμενη στο ατελιέ όπου δούλευε η μητέρα μου. Η φυσιολογική μοίρα για μένα.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Η Κατάσκοπος της Ταγγέρης” της María Dueñas. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.