Το Φεβρουάριο του 2018 κυκλοφόρησε το ιστορικό σύγγραμα “Εθνικιστική αντίδραση και Τάγματα Ασφαλείας – Εμφύλιος και αντικατοχικός πόλεμς 1943 – 1944” από τις Εκδόσεις Πατάκης. Με αφορμή αυτό, το Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων είχε την ιδιαίτερη χαρά να μιλήσει με το συγγραφέα και υποστράτηγο εν αποστρατεία, Γιάννη Πριόβολο (με καταγωγή από τα Μελίσσια Αχαϊας), ο οποίος αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου του αλλά τον λόγο που αποφάσισε να ασχοληθεί με τα Τάγματα Ασφαλείας και τη χρονική περίοδο 1943 – 1944.
Ακολουθεί η συνέντευξη
Τι ιδιαιτερότητες έχει η συγγραφή ενός ιστορικού συγγράμματος;
Πριν απαντήσω στην ουσία της ερώτησής σας, είναι αναγκαίο να σταθώ στην έννοια «ιστορικό σύγγραμμα» και να εξηγήσω ότι με τον όρο που συγκροτούν οι δύο αυτές λέξεις αναφερόμαστε στην, κατά το δυνατόν, αναπαράσταση με τον γραπτό λόγο μιας συγκεκριμένης περιόδου του παρελθόντος. Η αναπαράσταση όμως αυτή απαιτεί ιδιαίτερα και πρωτότυπα υλικά, συνήθως δυσεύρετα. Τα υλικά αυτά τα λέμε «γραπτές πηγές», «ιστορικά τεκμήρια», «προφορικές μαρτυρίες» κλπ. Οι ιδιαιτερότητες λοιπόν που έχει η συγγραφή ενός ιστορικού συγγράμματος συνίστανται, κατά πρώτο, στην δυσκολία εξεύρεσης –στις περισσότερες των περιπτώσεων– τέτοιου είδους υλικών και, κατά δεύτερο, στον τρόπο διαχείρισης των υλικών αυτών, καθώς όσο αυτά κατά τη διάρκεια της έρευνας πληθαίνουν και ογκώνονται τόσο περισσότερο απειθαρχούν· και κατά συνέπεια δύσκολα τιθασεύονται.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην εύρεση του φωτογραφικού υλικού;
Καταρχήν, οι υπάρχουσες φωτογραφίες για την κατοχική περίοδο και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν το κύριο θέμα του έργου μου, τα Τάγματα Ασφαλείας, είναι λιγοστές, έως ελάχιστες, καθώς όσοι κατείχαν φωτογραφικό υλικό που απεικόνιζε τους ίδιους ή κάποιον δικό τους ως «ταγματασφαλίτη», και μάλιστα στο πλάι των κατακτητών, φρόντισαν από κάποια εποχή κι έπειτα να το «ξεφορτωθούν». Κατά δεύτερο, δεν ήταν καθόλου εύκολο να κάνω κρούση σε πρώην «ταγματασφαλίτες» ή στους συγγενείς αυτών για την ύπαρξη ή όχι τέτοιων φωτογραφιών. Κι όπου βρήκα το θάρρος κι έκανα τη σχετική ερώτηση, η απάντηση –εκτός μια δύο περιπτώσεων– ήταν αρνητική. Έτσι στράφηκα σε κάποιους φίλους συλλέκτες φωτογραφιών σχετικών με το θέμα οι οποίοι και ανταποκρίθηκαν όσο φυσικά τους ήταν δυνατόν.
Για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη χρονική περίοδο 1943 – 1944;
Η περίοδος 1943-1944 είναι αυτή που ιδρύθηκαν και έδρασαν τα κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας. Ουσιαστικά δηλαδή επέλεξα να ασχοληθώ με τις ιδιόμορφες αυτές στρατιωτικές μονάδες και ιδιαίτερα με τα στελέχη τους. Πριν την ενασχόλησή μου, όμως, με τις αντικομουνιστικές αυτές μονάδες, που αναμφισβήτητα για την επίτευξη του σκοπό τους συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, είχαν προηγηθεί κάποια άλλα συγγραφικά μου έργα τα οποία συμπεριλαμβάνουν και την περίοδο που έδρασαν αυτές. Αναφέρομαι στα βιβλία μου: 1ον Μια αλυσίδα μνήμες κλπ. 1940-1949 (αφορά τη Β. Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την Αχαΐα), εκδόσεις Αλφειός, 2ον Μόνιμοι αξιωματικοί στον ΕΛΑΣ (Νότια και Κεντρική Ελλάδα), εκδόσεις Αλφειός, και 3ον Αντιπαραθέσεις και διαμάχες στην κατεχόμενη Μακεδονία 1941-1944 (μόνιμοι αξιωματικοί στον ΕΛΑΣ Μακεδονίας), εκδόσεις Επίκεντρο.
Μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω έργων μου και ιδιαίτερα εκείνου που αφορούσε τους μόνιμους αξιωματικούς στον ΕΛΑΣ, στο οποίο φαίνονται οι συνθήκες μέσα από τις οποίες βρέθηκαν αυτοί στις τάξεις του «Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού» καθώς και οι μετέπειτα επαγγελματικές τους επιπτώσεις από την επιλογή τους αυτή, προέκυψε η ανάγκη να ασχοληθώ και με εκείνους τους αξιωματικούς που βρέθηκαν στην αντίπερα από αυτούς όχθη, στα Τάγματα Ασφαλείας, για να αντιληφθώ και να ξεκαθαρίσω –εγώ ο ίδιος περισσότερο– τις συνθήκες, τα αίτια, τα κίνητρα, την ιδεολογία κλπ. που τους οδήγησαν να καταταγούν σε αυτά. Φυσικά, πρόκληση για μένα να ασχοληθώ με το αναφερόμενο θέμα ήταν και η έντονη «σκοτεινιά» του· η επιμελώς δηλαδή κρυμμένη από κάποιους, που ασφαλώς είχαν ή και έχουν ακόμη τους λόγους τους, περίοδος αυτή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Αναφέρομαι βασικά στην περίοδο της τρίτης κατοχικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό και υπουργό Εθνικής Αμύνης τον Ιωάννη Ράλλη (1943-1944).
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου σας;
Πρώτη και βασική δυσκολία ήταν η εξεύρεση του υλικού. Οι υπάρχουσες δημοσιευμένες γραπτές πηγές για το κυρίως θέμα του βιβλίου μου (Τάγματα Ασφαλείας για τη νότια Ελλάδα κατά την κατοχική περίοδο) είναι ελάχιστες· και όσες υπάρχουν είναι, στο σύνολό τους, προκλητικά αυτολογοκριμένες. Έπρεπε λοιπόν να στραφώ σε άγνωστες και αδημοσίευτες πηγές, πιθανόν λιγότερο αυτολογοκριμένες. Έτσι άρχισα από χρόνια μια επίμονη έρευνα στην αναζήτηση τέτοιων πηγών. Κυρίως εστίασα την έρευνά μου στην Υπηρεσία Στρατιωτικών Αρχείων (ΥΣΑ), όπου λόγω των προηγηθέντων εργασιών μου (Μόνιμοι αξιωματικοί στον ΕΛΑΣ κλπ.) είχα ήδη εντοπίσει κάποιο σχετικό υλικό.
Μια άλλη δυσκολία ήταν η τιθάσευση του υλικού, καθώς από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, λόγω του συσσωρευμένου όγκου του, έδειχνε τάσεις απειθαρχίας με κίνδυνο να με ξεστρατίσει από το θέμα. Εδώ πάρθηκαν δυναμικές αποφάσεις. Εκ των πραγμάτων, αρκετό υλικό αποκλείστηκε. Έμεινε στην άκρη, πιθανόν για άλλη, μελλοντική, χρήση.
Ποια διαδικασία ακολουθήσατε ώστε να συγκεντρώσετε το υλικό που χρειαζόσασταν;
Το υλικό σε ένα μεγάλο ποσοστό συγκεντρώθηκε ταυτόχρονα με εκείνο που απαιτούνταν για να γραφούν τρία άλλα σχετικά έργα μου που προηγήθηκαν και ιδίως εκείνα που αφορούν αρκετούς μόνιμους αξιωματικούς οι οποίοι κατά την κατοχική περίοδο βρέθηκαν, είτε με τη θέλησή τους είτε από ανάγκη, στον αντάρτικο στρατό της οργάνωσης του ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ. Γενικά το υλικό συγκεντρώθηκε ύστερα από έρευνα στην ΥΣΑ όλων σχεδόν των ατομικών εγγράφων (φακέλων) των αξιωματικών που κατατάχτηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας, χωρίς να σημαίνει ότι η έρευνά μου αυτή ήταν πάντα προσοδοφόρα. Θέλω να πω δηλαδή ότι υπήρχαν και φάκελοι στους οποίους ούτε καν φαινόταν ότι ο απόστρατος αξιωματικός στον οποίο ανήκαν τα έγγραφα που τον συνιστούσαν είχε υπηρετήσει στις συγκεκριμένες αυτές μονάδες που ίδρυσε η κατοχική κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη και έδρασαν σε συνεργασία με τους κατακτητές την περίοδο 1943-1944. Παράλληλα με την έρευνά μου στην ΥΣΑ, αναζητούσα σχετικό υλικό και σε άλλα αρχεία (ΓΑΚ, ΕΛΙΑ, ΑΣΚΙ κλπ.), καθώς και σε υλικό που προέρχεται από συνεντεύξεις ανθρώπων (πρώην αξιωματικών ή ιδιωτών) που έζησαν τα χρόνια της Κατοχής.
Πόσο χρόνο χρειαστήκατε προκειμένου να ολοκληρώσετε το βιβλίο σας;
Αν μπορούσε να υπολογιστεί ο χρόνος που αφορά στη συλλογή του υλικού, τη συγγραφή και ολοκλήρωση μόνο αυτού του έργο μου, σίγουρα αυτός είναι περισσότερος από μία δεκαετία.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν ακόμα γεγονότα τα οποία δεν έχουν «βγει στο φως» όσον αφορά τη Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα και τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας;
Πιστεύω ασφαλώς ότι υπάρχουν τέτοια γεγονότα. Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι από τους αξιωματικούς ή οπλίτες που υπηρέτησαν στα Τάγματα Ασφαλείας έχουν αφήσει απομνημονεύματα (γραπτές μαρτυρίες) που αναφέρονται σε άγνωστα γεγονότα ή μόλις γνωστά, όπως π.χ. τα απομνημονεύματα του έφεδρου υπαξιωματικού Βασίλη Καραμαλή που εντόπισα στο αρχείο του ΕΛΙΑ και χρησιμοποίησα σαν μια βασική «πηγή» στο βιβλίο μου, τα οποία οι απόγονοί τους διστάζουν να τα δημοσιεύσουν. Ελπίζω ότι δεν θα τα καταστρέψουν ή ότι, τέλος πάντων, κάποια απ’ αυτά θα καταλήξουν σε άξια χέρια που θα βρουν την τόλμη να τα «βγάλουν στο φως».
Θεωρείται πως χρειάζεται τόλμη για να προσεγγίσετε ένα αρκετά δύσκολο θέμα, όπως είναι αυτό του εμφύλιου και αντικατοχικού πολέμου;
Ναι, το πιστεύω απόλυτα. Κι εδώ, μάλλον ταιριάζει να σας πω τι απάντηση δίνω σε μια κάπως σχετική ερώτηση που κατά καιρούς μου κάνουν κάποιοι από τους αναγνώστες των βιβλίων μου: Πώς δηλαδή, εγώ ένας πρώην μόνιμος αξιωματικός, τολμώ και καταπιάνομαι με ένα τόσο ευαίσθητο, ιστορικά, θέμα, όπως αυτό του εμφύλιου, ή κάποια άλλα παρόμοια της Κατοχής κλπ. Τους απαντώ λοιπόν: «Εγώ στην επαγγελματική μου καριέρα, ως στρατιωτικός, έζησα σε μια σχεδόν καθαρά ειρηνική περίοδο. Δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμαστώ σε πράξεις που χρειάζονται, το λιγότερο, τόλμη. Η ενασχόλησή μου όμως με αυτά τα ιστορικά θέματα μου δίνει μια κάποια ευκαιρία να… τολμήσω».
Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για αυτή τη συνέντευξη και να σας ρωτήσω το εξής: ποιο θα είναι το επόμενο επαγγελματικό σας βήμα;
Κι εγώ σας ευχαριστώ. Θέλω όμως να σας επισημάνω ότι δεν μιλούμε για «επαγγελματικό» βήμα. Με τη συγγραφή δεν έχω επαγγελματική σχέση. Το οποίο επαγγελματικό αποτέλεσμα παρουσιάζουν τα έργα μου προέρχεται από την αγάπη μου για την προσέγγιση της ιστορικής αντικειμενικότητας. Γνωρίζω φυσικά πως η αντικειμενικότητα στην Ιστορία είναι μάλλον άπιαστη. Όμως, γνωρίζω επίσης ότι η τιμιότητα στο δρόμο για την αλήθεια είναι όχι μόνο υποχρέωση αλλά και καθήκον.
Σχετικά άρθρα
Διαβάσαμε: “Εθνικιστική αντίδραση και Τάγματα Ασφαλείας” του Γιάννη Πριοβόλου