Το Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων είχε την ιδιαίτερη χαρά να μιλήσει με το διακεκριμένο αστροφυσικό και επίτιμο διευθυντή του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, τον Διονύσιο Σιμόπουλο, ο οποίος θα επισκεφτεί το Πύργο για τη παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Είμαστε αστρόσκονη: Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος». Ο κύριος Σιμόπουλος αναφέρθηκε στα πρώτα χρόνια που έζησε στην Αμερική, κυρίως στην εργασία του στο Πλανητάριο της Λουιζιάνα, αλλά και στη μετέπειτα εργασία του στο Ευγενίδειο Πλανητάριο στην Ελλάδα. Φυσικά δε θα μπορούσε να μην αναφερθεί και στο πως δημιουργήθηκε το νέο του βιβλίο.
Ακολουθεί η συνέντευξη
Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τη μέχρι τώρα πορεία σας στον χώρο;
Η αυτοβιογραφία μου σε μερικές αράδες μπορεί να συνοψιστεί στη φράση πως «όλα όσα έκανα ή κατάφερα να κάνω στη μέχρι τώρα ζωή μου με βρήκαν στον δρόμο». Έτυχαν. Απλά εγώ προσπαθούσα πάντα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα κάθε δεδομένη στιγμή χωρίς να υπολογίζω οτιδήποτε άλλο. Μην ξεχνάτε ότι εγώ έφυγα για την Αμερική από ανάγκη, επειδή τότε μέναμε στην Πάτρα και δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα χρήματα για να σπουδάσω στην Αθήνα όπου τότε πληρώναμε και δίδακτρα και βιβλία. Να φανταστείτε ότι ένα πανεπιστημιακό βιβλίο Φυσικής κόστιζε τότε όσο μία ολόκληρη μηνιαία σύνταξη του πατέρα μου. Και φυσικά το κόστος της διαβίωσης μακριά από την οικογένεια στην Πάτρα ήταν επίσης απαγορευτικό. Αντίθετα στην Αμερική δούλευα, ενώ παράλληλα σπούδαζα, κάτι που δεν θα μπορούσα να κάνω στην Ελλάδα του ’60, που όλος ο κόσμος έφευγε για να βρει μια έστω δουλίτσα στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Αυστραλία ή στον Καναδά. Η Αμερική όμως μου άνοιξε την πόρτα σε δρόμους που θα ήταν σχεδόν αδύνατον να περπατήσω αν είχα παραμείνει εδώ, αν κι αυτό όπως σας είπα έγινε από οικονομική ανάγκη. Οι δουλειές που έκανα στην Αμερική ξεκίναγαν από πιατάς μέχρι σερβιτόρος, αν και μία τελευταία παρόμοια «εργασία επιβίωσης», όπως τις αποκαλούσα, έγινε αφορμή μιας καριέρας που ξεπέρασε μισόν αιώνα! Αυτό έγινε όταν ξεκίνησα ως ωρομίσθιος φοιτητής στο μικρό Πλανητάριο του Πανεπιστημίου όπου έκανα τα πάντα: την καθαριότητα, τις μικροεπισκευές στις εγκαταστάσεις, την προετοιμασία των διαφανειών για τα μαθήματα κι ό,τι άλλο χρειάζονταν. Έτσι με συμπάθησε και ο υπεύθυνος καθηγητής που αργότερα έγινε και ο μέντοράς μου, όταν δημιουργήθηκε το μεγάλο Πλανητάριο της Πολιτείας στο Κέντρο Τεχνών και Επιστημών της Λουϊζιάνα, ένα από τα δέκα μεγαλύτερα των ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Κι έτσι το φθινόπωρο του 1967 και για βιοποριστικούς λόγους ο καθηγητής μου με πρότεινε να αναλάβω ως Επιμελητής και Παρουσιαστής των προφορικών παραστάσεων του Πλανηταρίου. Λίγο αργότερα ανέλαβα μεγαλύτερες και περισσότερες ευθύνες στη διαμόρφωση και συγγραφή των παραστάσεων που με οδήγησε να αναλάβω τη διεύθυνση του Πλανηταρίου το φθινόπωρο του 1969. Μερικά χρόνια αργότερα η αείμνηστη Μαριάνθη Σίμου, η αδελφή του Ευγένιου Ευγενίδη και ψυχή του Ιδρύματος Ευγενίδου όσο ζούσε, έμαθε για μένα και το τι είχα πετύχει στην Αμερική κι έτσι το φθινόπωρο του 1972 μου έκανε μία πρόταση που δεν μπορούσα να αρνηθώ. Επέστρεψα στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1973 και ανέλαβα τη Διεύθυνση του Ευγενιδείου Πλανηταρίου για τα επόμενα 41 χρόνια. Κάποια στιγμή θα γύριζα οπωσδήποτε στην Ελλάδα, έτυχε όμως αυτό να γίνει νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενα και με καλύτερους για μένα όρους! Το έργο που πετύχαμε οι συνεργάτες μου κι εγώ τα 40 αυτά χρόνια στο Ευγενίδειο Πλανητάριο θα το χώριζα σε τέσσερις περιόδους: (1) Στην πρώτη μας δεκαετία δώσαμε έμφαση στη βελτίωση των τεχνολογικών μας δυνατοτήτων. Το Πλανητάριο απέκτησε αυτοματισμούς, μεγαλύτερη οπτικοακουστική δύναμη, εκατοντάδες διαφορετικά οπτικά εφέ, για να κάνουμε τις παραστάσεις μας πιο θεαματικές. (2) Στη δεκαετία του 1980 πραγματοποιήσαμε σειρές 500 συνολικά εκπομπών στην κρατική τηλεόραση με θέμα την επιστήμη και στόχο τη «μαζική επιμόρφωση». (3) Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, προσπαθήσαμε να κάνουμε μια πιο ουσιαστική παρέμβαση, με άρθρα σε εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Έθνος κ.λπ.) και σε περιοδικά (Γεόραμα, Γεωτρόπιο κ.λπ.), που σαν στόχο είχαν τη διάχυση της επιστήμης. (4) Τέλος μετά το 2003, στο καινούργιο Ψηφιακό Πλανητάριο, χάρη στις δυνατότητες που μας παρέχει η τεχνολογία, οι παραστάσεις μας έγιναν θεαματικότατες. Μπορούσαμε επιτέλους να κάνουμε πράγματα, να δείξουμε πράγματα που παλαιότερα δεν μπορούσαμε ούτε καν να φανταστούμε! Μπορούσαμε π.χ. να δείξουμε τι συμβαίνει στη γειτονιά μιας μαύρης τρύπας, ενώ με τη βοήθεια της τεχνολογίας μπορούμε σε δευτερόλεπτα να ταξιδέψουμε χιλιάδες ή και εκατομμύρια έτη φωτός στο διάστημα ή να δείξουμε τους γαλαξίες έτσι όπως ήταν πριν από 13 δισεκατομμύρια χρόνια!
Γιατί επιλέξατε να ακολουθήσετε τον δρόμο της αστρονομίας;
Όπως σας εξήγησα προηγουμένως, δεν επέλεξα εγώ τον δρόμο αλλά με επέλεξε! Έπιασα δουλειά στο Πλανητάριο για τα προς το ζην. Έκανα μεταπτυχιακά και δούλευα στο Πλανητάριο αντί π.χ. να πλένω πιάτα. Κι εκεί κατάλαβα τον πραγματικό μου δρόμο. Γιατί εκεί μιλούσα σε παιδιά του δημοτικού αλλά και σε ενήλικες κι έπρεπε σε ένα τέτοιο μεικτό ακροατήριο και σε μια ξένη γλώσσα, να λεω τα πράγματα έτσι ώστε να κατανοούνται τα «ακατανόητα». Και είδα ότι έχω ένα κάποιο ταλέντο σ’ αυτό. Κι ενώ ήμουν ακόμη στην Αμερική, άρχισα να γράφω ως επιστημονικός συνεργάτης στη Βραδυνή του αείμνηστου Τζώρτζη Αθανασιάδη με διευθυντή σύνταξης τον αξέχαστο Μπάμπη Κλάρα, τον μύστη των γραμμάτων και της δημοσιογραφίας. Και είδα ότι και σ’ αυτό τα κατάφερνα αρκετά καλά. Αν και φαίνεται ότι η αγάπη μου για την επιστήμη του ουρανού είχε ήδη ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Κι αυτό τυχαία σε μία κατασκήνωση το καλοκαίρι του 1960 στην Περδικόβρυση της Αμφίκλειας του Παρνασσού, όπου χιλιάδες πρόσκοποι απ’ όλον τον κόσμο γιορτάζαμε τότε το Χρυσό Ιωβηλαίο του θεσμού στη χώρα μας μ’ ένα «Τζάμπορυ». Η ομάδα της Πάτρας είχε κατασκηνώσει κοντά στη κατασκήνωση των προσκόπων της Αμερικής που όπως θα περίμενε κανείς, ιδιαίτερα την εποχή εκείνη, ήταν η καλύτερα εξοπλισμένη ομάδα. Στο άνοιγμα που δημιουργούσαν οι σκηνές τους βρίσκονταν τρία μικρά τηλεσκόπια στημένα πάνω στα τρίποδά τους που στα ασυνήθιστα τότε μάτια μας φάνταζαν σαν τεράστιες εξώκοσμες μηχανές. Κι όμως, για τρία συνεχόμενα βράδια κανείς δεν τους έδινε σημασία, γεγονός που έκανε τη λαχτάρα μου ακόμα πιο μεγάλη. Ώσπου στο τέλος δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο και πήρα τη μεγάλη απόφαση να δοκιμάσω τη δεξιοτεχνία μου στα αγγλικά ζητώντας τους να δούμε το φεγγάρι. Και όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση. Μας έδειξαν μάλιστα με μεγάλη τους χαρά πώς να χρησιμοποιήσουμε το προσοφθάλμιο για να σκοπεύσουμε καλύτερα τα αντικείμενα της παρατήρησής μας. Έτσι καθώς το φεγγάρι ξεμύταγε πάνω από την κορυφή του Παρνασσού, τα έκθαμβα μάτια μας αντίκρισαν ένα θέαμα κυριολεκτικά απερίγραπτο: κρατήρες επί κρατήρων φαίνονταν λες και βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής, ενώ οι τεράστιες ξερές πεδιάδες που ο Γαλιλαίος είχε βαφτίσει «θάλασσες» διασχίζονταν από τεράστιες χαράδρες και οροσειρές. Εκείνη την εποχή ο άνθρωπος δεν είχε πετάξει ακόμη στο διάστημα και κανείς μας δεν μπορούσε τότε ούτε καν να φανταστεί ότι σε εννέα χρόνια κάποιος συνάνθρωπός μας θα έκανε κυριολεκτικά μια βόλτα στο φεγγάρι. Κι όμως εκείνο το βράδυ αισθάνθηκα ότι το προαιώνιο αυτό όνειρο της ανθρωπότητας είχε ήδη γίνει πραγματικότητα με πρωταγωνιστή τον υποφαινόμενο! Και ίσως αυτή να ήταν και η αιτία που χρόνια τώρα διακονώ την υπέροχη αυτή επιστήμη.
Πως «γεννήθηκε» η ιδέα του βιβλίου «Είμαστε αστρόσκονη: Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος»;
Κι αυτό τυχαία! Ο δημοσιογράφος Γιάννης Ν. Μπασκόζος είχε ήδη ξεκινήσει μία σειρά βιβλίων στις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ με γενικό τίτλο «Πρόσωπα και ιστορίες», με βιβλία των Μπαμπινιώτη, Βερέμη και Αρβελέρ. Με προσέγγισε, λοιπόν, να γράψω κι εγώ ένα βιβλίο για τη σειρά με όποιο θέμα ήθελα. Στην αρχή αρνήθηκα, αλλά στη διάρκεια των διακοπών του Πάσχα του 2017, άρχισα να διαμορφώνω έναν γενικό σκελετό του βιβλίου με βάση δύο ιδιαίτερα πετυχημένες ομιλίες που έκανα εκείνη την περίοδο: «Είμαστε αστρόσκονη» και «Ταξίδι χωρίς τέλος». Με βάση τις ομιλίες αυτές και ορισμένα σχετικά άρθρα που είχα γράψει για περιοδικά και εφημερίδες παλαιότερα, διαμόρφωσα ένα κείμενο που αποτέλεσε την κύρια μαγιά του βιβλίου. Αργότερα στη διάρκεια του καλοκαιριού το βιβλίο πήρε την ημιτελική του μορφή, ενώ υπήρξαν προσθήκες ακόμα και έναν μήνα πριν από την έκδοσή του. Κι αυτό γιατί το φθινόπωρο του 2017, εκτός του ότι ανακοινώθηκαν τα βραβεία Νόμπελ Φυσικής για τα Βαρυτικά Κύματα, που έτσι κι αλλιώς αναμένονταν, ανακοινώθηκε επίσης και ο εντοπισμός βαρυτικών και ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων συγχρόνως από τη σύγκρουση δύο άστρων νετρονίων. Δύο σημαντικά γεγονότα που ενσωματώθηκαν με τη μορφή δύο νέων κεφαλαίων στο ήδη διαμορφωμένο βιβλίο, λίγο πριν πάει στο τυπογραφείο!
Ποιο σημείο σάς δυσκόλεψε περισσότερο κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου σας;
Μία συνάδελφός σας με ρώτησε πριν από μερικούς μήνες πόσο χρόνο χρειάστηκα για να γράψω το βιβλίο και η απάντηση που της έδωσα ήταν «50 χρόνια»! Και το εννοούσα, γιατί αυτού του είδους τα βιβλία δεν γράφονται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά είναι αποτέλεσμα όλων των γνώσεων και των εμπειριών που έχουν αποκτηθεί στη διάρκεια μιας ολάκερης επαγγελματικής καριέρας, έστω κι αν η χρονική διάρκεια της διαμόρφωσης και καταγραφής του μού πήρε συνολικά δύο μόνο μήνες. Οπότε με βάση την απάντησή μου για τα «50 χρόνια», όποιες δυσκολίες κι αν συνάντησα στο διάβα των πέντε αυτών δεκαετιών είχαν ήδη λυθεί προ πολλού και γι’ αυτό έχουν ήδη ξεχαστεί!
Πιστεύετε ότι η ψηφιακή εποχή φέρνει πιο κοντά τον αναγνώστη στο βιβλίο ή τον απομακρύνει;
Θεωρώ ότι ένα βιβλίο δεν είναι το περιτύλιγμά του αλλά το περιεχόμενό του. Οπότε η ψηφιακή εποχή διευκολύνει τον αναγνώστη να έχει πρόσβαση όχι μόνο σε ένα βιβλίο αλλά σε μία ολόκληρη βιβλιοθήκη εκατομμυρίων βιβλίων, άρθρων, εικόνων, ηχογραφήσεων, βίντεο κι ό,τι άλλο μπορεί κάποιος να φανταστεί. Αρκεί ο αναγνώστης να ξέρει πώς να ξεχωρίζει τις σωστές πηγές. Γιατί, δυστυχώς, χάρη στην εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία που έχουμε όλοι μας μέσω του Διαδικτύου δεν υπάρχει το ανάλογο φιλτράρισμα που γίνονταν μέχρι πρότινος από τους εκδοτικούς οίκους. Η ευκολία, όμως, αυτή έχει και την αρνητική της πλευρά, γιατί η ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στην πληροφορία ίσως να γίνει εμπόδιο στη μελλοντική πνευματική δημιουργία, αν και θεωρώ ότι θα δημιουργηθούν εκείνες οι διαδικτυακές διαδικασίες που θα επιτρέπουν στους δημιουργούς να παρέχουν τα πνευματικά τους έργα με κάποιου είδους αντίτιμο, πολύ μικρότερο του σημερινού κόστους αναπαραγωγής ενός βιβλίου και χωρίς τις σπατάλες πρώτων υλών όπως είναι το χαρτί κλπ. Κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει, φυσικά, άλλου είδους προβλήματα αφού θα εξαλειφτούν πολλές θέσεις εργασίας (τυπογράφοι, βιβλιοπωλεία κλπ), αλλά η ψηφιακή εποχή, καλώς ή κακώς, διαμορφώνει άλλου είδους πραγματικότητες στην καθημερινότητά μας.
Ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς;
Εμφανώς, όπως όλοι μας, έχω επηρεαστεί από πολλά βιβλία και συγγραφείς, αλλά εκείνο το βιβλίο που παραμένει φάρος στο διάβα της ζωής μου είναι, χωρίς αμφιβολία, το «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη. Αλλά και η ποίηση έχει σημαδέψει τα βήματά μου πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Κώστα Ουράνη είναι αναμφίβολα από τα αγαπημένα μου.
Ποια είναι η σχέση σας με την τεχνολογία και τα social media;
Μια ζωή στο Πλανητάριο σε αναγκάζει, θες δεν θες, να βρίσκεσαι στην κόψη της τεχνολογίας, ιδιαίτερα στα είδη εκείνα της τεχνολογίας που άπτονται της οπτικοακουστικής επικοινωνίας. Επόμενο είναι το γεγονός αυτό να με κάνει υποστηριχτή του είδους αυτού της τεχνολογίας, αλλά και του διαδικτύου και φυσικά των social media. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς μπορούσαμε να εργαζόμαστε, αλλά και να ζούμε, χωρίς όλα αυτά που μας έχει προσφέρει η τεχνολογία τα τελευταία χρόνια.
Ολοκληρώνοντας, ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να στείλετε στους αναγνώστες σας;
Όχι μόνο στους αναγνώστες μου αλλά και σε όλους όσοι διαβάζουν αυτά τα λόγια. Εύχομαι από καρδιάς σε όλους να θυμούνται πότε πότε τον Στίβεν Χόκινγκ και την παραίνεσή του «να κοιτάζουμε ψηλά στα αστέρια και όχι κάτω στα πόδια μας». Γιατί, όπως έγραφε μια αγαπημένη φίλη, «αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή… Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα. Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ.» Γιατί, όπως έγραφε κι ο Οδυσσέας Ελύτης… δεύτερη ζωή δεν έχει.
Ποιος είναι ο Διονύσης Σιμόπουλος;
Ο Διονύσης Π. Σιμόπουλος γεννήθηκε το 1943 στα Γιάννενα. Είναι αστροφυσικός, επίτιμος διευθυντής του Ευγενίδειου Πλανητάριου, βραβευμένος για τη συνεισφορά του στην αστρονομική εκπαίδευση, με σημαντική συγγραφική και δημοσιογραφική δραστηριότητα στον Τύπο, στην τηλεόραση και ως σεναριογράφος σε ενημερωτικές εκπομπές. Σπούδασε Πολιτική Επικοινωνία και Αστροφυσική στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα των ΗΠΑ. Άρχισε να εργάζεται τον Ιανουάριο του 1968 στο Κέντρο Τεχνών και Επιστημών της Λουϊζιάνα όπου χρημάτισε Βοηθός Διευθυντής Εκπαίδευσης και Διευθυντής Πλανητάριου. Τον Οκτώβριο του 1972 προσκλήθηκε στην Αθήνα από το Ίδρυμα Ευγενίδου όπου εργάζονταν ως Διευθυντής του Ευγενίδειου Πλανητάριου μέχρι το 2014. Χρημάτισε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αστρονομική Εκπαίδευση (1994-2002), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Διεθνούς Εταιρείας Πλανηταρίων (1978-2008), Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Πλανηταρίων (1976-2008). Είναι Εταίρος (Fellow) της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας της Αγγλίας (από το 1978) και της Διεθνούς Εταιρείας Πλανηταρίων (από το 1980), και τακτικό μέλος πολλών άλλων διεθνών επιστημονικών οργανώσεων. Το 1996 έλαβε την ανώτατη τιμητική διάκριση (IPS Service Award) της Διεθνούς Εταιρείας Πλανητάριων για την συνεισφορά του στη διεθνή αστρονομική εκπαίδευση, ενώ το 2006 τιμήθηκε με τον «Ακαδημαϊκό Φοίνικα» του Υπουργείου Παιδείας της Γαλλίας. Το 2012 η Ένωση Ελλήνων Φυσικών τον τίμησε για την σημαντική του συμβολή στην εκλαΐκευση της επιστήμης στη χώρα μας. Με στόχο τη σωστή μαζική επιμόρφωση έχει γράψει 26 βιβλία, πάνω από 500 σενάρια με θέματα επιστημονικής επιμόρφωσης σε σειρές εκπομπών για την τηλεόραση, πάνω από 250 σενάρια (κείμενα και σκηνοθεσία) πολυθεαμάτων Πλανητάριου, κι έχει δώσει πάνω από 500 διαλέξεις με θέματα Επιστήμης και Αστροφυσικής σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το άγνωστο συχνά τρομάζει τον κόσμο. Πολλούς τους κάνει να αισθάνονται χαμένοι. Μόνοι. Ανασφαλείς. Σε άλλους το άγνωστο κεντρίζει την περιέργεια. Τους κάνει ανυπόμονους. Περήφανους. Να αισθάνονται μέρος από κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτούς. Και η απόκτηση νέων γνώσεων για το άγνωστο, ειδικά γνώσεων που προκαλούν αλλαγές στις φιλοσοφικές ιδέες του ανθρώπου σχετικά με τον εαυτό του και τη σχέση του με τη φύση, θα αντιμετωπίζεται πάντα με επαίνους και με εχθρότητα μαζί.
Στο Σύμπαν υπάρχουν περίπου ένα τρισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άστρα. Όσοι είναι και οι κόκκοι της άμμου όλων των ωκεανών της Γης. Και από την άλλη, στην ύλη που περιέχεται μέσα σε μία μόνο δαχτυλήθρα βρίσκουμε ένα δισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άτομα. Πού βρίσκεται λοιπόν τώρα το κέντρο του Σύμπαντος; Βρίσκεται άραγε ο άνθρωπος πραγματικά πολύ μακριά απ’ αυτό; Ή μήπως το απροσδιόριστο αυτό κέντρο δεν είναι πραγματικά παρά θέμα προοπτικής και σχετικότητας;
Από τη γέννηση των άστρων ως τις μαύρες τρύπες, από τα στοιχειώδη σωματίδια ως τα βαρυτικά κύματα, από τους πιο μακρινούς γαλαξίες ως το ανθρώπινο είδος, αυτό το βιβλίο περιγράφει το αέναο ταξίδι της υλοενέργειας που απαρτίζει το Σύμπαν.
Είμαστε όλοι μας αστρόσκονη, και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα. Κάποια μέρα θα υπάρξουν άλλοι κόσμοι, γεμάτοι με άλλα όντα, αστράνθρωποι σαν εμάς, που θα γεννηθούν από τις στάχτες ενός, κάποιου άλλου, πεθαμένου άστρου. Ενός άστρου που σήμερα το λέμε Ήλιο.
Το βιβλίο του Διονύση Π. Σιμόπουλου «Είμαστε αστρόσκονη: Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο