Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Διονυσίου είναι μία εκ των είκοσι μονών του Αγίου Όρους και κατατάσσεται 5η στην ιεραρχική τάξη των Αγιορείτικων Μονών.
Βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου μεταξύ των Μονών Γρηγορίου και Αγίου Παύλου.
Είναι κτισμένη σε απόκρημνο παραθαλάσσιο βράχο ύψους 80 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, δίπλα στο λεγόμενο «αεροπόταμο», (μεγάλη κατεβασιά), σε μορφή πυργωτού κάστρου. Ιδρύθηκε μετά τα μέσα του 14ου αιώνα από τον όσιο Διονύσιο, από την Κορησό Καστοριάς. Την ουσιαστική βοήθεια για την αποπεράτωσή της Μονής έδωσε ο Αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) ευεργέτησαν τη Μονή πολλοί ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας.
Το 1535 καταστράφηκε από φωτιά. Ανακατασκευάστηκε και από τότε η αρχιτεκτονική και τα κτίριά της παραμένουν αναλλοίωτα. Είναι μια από τις πιο τολμηρές αρχιτεκτονικές κατασκευές, χτισμένες πάνω σε ένα βράχο, ψηλά πάνω από τη θάλασσα.
Το Καθολικό τιμώμενο στο όνομα του Γενεσίου του Προδρόμου, οικοδομήθηκε λίγο πριν από τα μέσα του 16ου αιώνα (1537 – 1547) επί ηγουμενίας Ματθαίου. Οι τοιχογραφίες του καθολικού είναι του ζωγράφου Τζώρτζη (μαθητή του Θεοφάνη), ενός από τους κύριους εκπροσώπους της κρητικής σχολής στα μέσα του 16ου αιώνα και χρονολογούνται το 1546.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Καθολικό της μονής βρίσκεται το θολωτό παρεκκλήσιο της Παναγίας του Ακαθίστου, με τοιχογραφίες του ζωγράφου Μακαρίου του 1615, όπου φυλάσσεται η ομώνυμη εικόνα της Παναγίας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, φτιαγμένη από κηρομαστίχα.
Μέσα στο μοναστήρι υπάρχει και ο αμυντικός πύργος, που χτίστηκε το 1520 και χρησιμοποιείται περιοδικά για την ασφαλή φύλαξη της βιβλιοθήκης του μοναστηριού. Το μοναστήρι διαθέτει επίσης μία από τις πιο αξιόλογες συλλογές έργων τέχνης (κυρίως φορητές εικόνες) καθώς και κρυμμένα μανουάλια. Τέλος στο Κοιμητήριο της μονής βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Νήφωνα, μοναχού της μονής, Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης και αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Η Μονή Διονυσίου έχει δεκατέσσερα παρεκκλήσια.