Κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής για την Aναθεώρηση του Συντάγματος της 9.1.2019, με αντικείμενο την αναθεώρηση των διατάξεων για τη δικαστική εξουσία, τη δημόσια διοίκηση κ.α, ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Αρκαδίας – μέλος της Επιτροπής Αναθεώρησης Γιώργος Η. Παπαηλιού είπε, μεταξύ των άλλων, τα εξής.
Γιώργος Η. Παπαηλιού
1) Στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών, η δικαστική εξουσία συνιστά την τρίτη εξουσία, η οποία διακρίνεται από τις άλλες δύο, τη νομοθετική και την εκτελεστική.
Και οι τρεις εξουσίες που ασκούν διαφορετικές κρατικές λειτουργίες πρέπει να συνεργάζονται θεσμικά, έτσι ώστε να είναι μεν ανεξάρτητες όχι όμως μέχρι του σημείου της πλήρους αυτονόμησης και ανεξέλεγκτης λειτουργίας τους, γεγονός που οδηγεί όχι στην υπηρέτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά στη λειτουργία τους ως κράτους εν κράτει.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών διαχωρίζει τα όργανα που ασκούν την κρατική εξουσία. Όμως στην πορεία διαμόρφωσης του σύγχρονου συνταγματικού κράτους, επικρατεί η θεώρηση της αδιαίρετης εξουσίας της πολιτείας με τις επιμέρους μορφές δράσης της, τις λειτουργίες της. Η αδιαίρετη κρατική εξουσία στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, βάσει της οποίας ο λαός αποτελεί την αποκλειστική πηγή της (της εξουσίας).
Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα για την εξισορρόπηση των τριών εξουσιών, ώστε και οι τρεις να λειτουργούν αποτελεσματικά και βάσει των αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος, που στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Ταυτόχρονα είναι προφανές, ότι η μεν εκτελεστική εξουσία δεν πρέπει να παρεμβαίνει στο έργο των δικαστών, η δε νομοθετική εξουσία, ψηφίζοντας νόμους, πραγματοποιεί πολιτικές επιλογές. Αποφασίζει πολιτικά, βάσει των προταγμάτων της εκάστοτε πλειοψηφίας. Ως έχουσα μάλιστα άμεση λαϊκή νομιμοποίηση, πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις, χωρίς να επικρέμαται επ΄ αυτής η δαμόκλειος σπάθη τρίτου. Εν προκειμένω της δικαστικής εξουσίας, που κάποιες φορές τείνει να παρεμβαίνει στον πυρήνα του νομοθετικού έργου και του έργου της κυβέρνησης. στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία.
Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, τίθεται το ζήτημα του ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων.
Κατά το ισχύον Σύνταγμα, η αρμοδιότητα ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων ανήκει σε όλα τα Δικαστήρια τα οποία, κατά την εξέταση κάθε υπόθεσης που φέρεται ενώπιόν τους, όταν την διαπιστώνουν, δεν τον εφαρμόζουν.
Το σύστημα ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων έχει χαρακτήρα διάχυτο (και όχι συγκεντρωτικό), παρεμπίπτοντα (και όχι ευθύ), συγκεκριμένο (και όχι αφηρημένο). Συνακόλουθα, όταν μία διάταξη κρίνεται αντισυνταγματική δεν εφαρμόζεται. Όμως δεν ακυρώνεται.
Με την πρόταση της ΝΔ για τη μονιμοποίηση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, το ισχύον σύστημα ελέγχου συρρικνώνεται ή και αναιρείται, με τον κίνδυνο να ακυρώνονται οι εγγυήσεις άμεσης προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών. Και αυτό, διότι ο διάχυτος, παραμπίπτων, συγκεκριμένος και ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος της αντι-συνταγματικότητας των νόμων είναι ένας θεσμός μεγάλης σημασίας για τη διασφάλιση του κράτους δικαίου και ιδίως της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε μία δημοκρατική χώρα. Θεωρείται θεμελιώδους σημασίας κατασταλτική εγγύηση τήρησης του Συντάγματος και προστασίας του φιλελεύθερου και δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Παράλληλα με το σύστημα του διάχυτου ελέγχου λειτουργεί και ένα περιορισμένο σύστημα συγκεντρωτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, με την πρόβλεψη του άρθρου 100 παρ. 1 περ. στ’, με την οποια ανατίθεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, η άρση της αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου, όταν υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων.
Μ΄ αυτό τον τρόπο ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας καθίσταται πληρέστερος, και μάλιστα είναι δυνατή η κήρυξη ως ανίσχυρης erga omnes διάταξης νόμου που κρίνεται αντίθετη προς το Σύνταγμα, με την απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου να δημοσιεύεται στην ΕτΚ.
Επομένως, το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο κρίνεται επαρκές. Κάθε άλλη προσθήκη που θα μονιμοποιεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, υποκρύπτει, χωρίς να λέγεται ρητά, εισαγωγή ενός οιονεί Συνταγματικού Δικαστηρίου. με τον κίνδυνο, η λαϊκή κυριαρχία να υποκαθίσταται από το λεγόμενο κράτος των Δικαστών. Αυτοί υπάρχει κίνδυνος να καταστούν ένα είδος πολιτικού κηδεμόνα της πολιτικής εξουσίας και των πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται από την έχουσα άμεση λαϊκή νομιμοποίηση Βουλή.
2) Η αρχική πρόθεση για την ίδρυση ανεξάρτητων αρχών μπορεί να ήταν αγαθή, διότι αυτές λειτουργούν με χαρακτηριστικά που λείπουν ή σπανίζουν στην κρατική διοίκηση, π.χ. εξειδίκευση του προσωπικού, ταχύτητα, αποτελεσματικότητα, διεπιστημονικότητα στην αντιμετώπιση των ζητημάτων.
Μέσω αυτών, κατοχυρώνεται μια πρόσθετη θωράκιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτό στην εποχή μας είναι πολύ σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς πόσα νέα είδη κινδύνων έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια π.χ. κινητή τηλεφωνία, internet (fb, twitter, ηλεκτρονικές συναλλαγές κλπ), χρήση βάσεων δεδομένων από κρατικές αρχές και ιδιωτικές επιχειρήσεις κλπ.
Επιπλέον, μέσω αυτού, υλοποιείται μία στοχευμένη διεκπεραίωση κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων στην αντιμετώπιση των οποίων το κράτος νοσούσε ή πελαγοδρομούσε, π.χ. προσλήψεις στο δημόσιο, χειραγώγηση της αγοράς, έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων κ.λ.π.
Όμως όσο χρήσιμες και να είναι οι ανεξάρτητες αρχές, δεν παύουν να αποτελούν από τη φύση τους ένα θεσμό ο οποίος είναι κατά βάση ξένος προς την δημοκρατική αρχή της υπεύθυνης διακυβέρνησης, που απαιτεί την άμεση σύνδεση της άσκησης πολιτικής εξουσίας με την ύπαρξη πολιτικής ευθύνης. Συνεπώς πρέπει να υπάρχει επιφυλακτικότητα έναντι του πολλαπλασιασμού των ανεξάρτητων αρχών και της ανάθεσης ολοένα περισσότερων και σημαντικότερων αρμοδιοτήτων σε αυτές.
Στην πορεία οι ανεξάρτητες αρχές, ιδίως αυτές που δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα, καθίστανται κράτος εν κράτει, αφού υποκαθιστούν το κράτος, αναλαμβάνοντας την άσκηση κρατικών λειτουργιών που το ίδιο το κράτος τους εκχωρεί. Και εν τινι μέτρω βρίσκονται εκτός ελέγχου και λογοδοσίας.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αποσκοπεί
στον περιορισμό του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των ανεξάρτητων αρχών με την πρόβλεψη ίδρυσής τους με αυξημένη πλειοψηφία 3/5 και όχι με απλή πλειοψηφία,
στη διευκόλυνση της συγκρότησης και της συνέχειας της λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών με την επιλογή των μελών τους από τη Διάσκεψη των Προέδρων (της Βουλής), με τη πλειοψηφία των 3/5 και όχι των 4/5 που ισχύει σήμερα, πλειοψηφία που έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη συγκρότησή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παρατεταμένη αδυναμία συγκρότησης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, με ευθύνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης,
και στην ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ελέγχου επί των ανεξάρτητων αρχών και της θεσμικής λογοδοσίας αυτών, ως αντιστάθμισμα στο έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης που τις διέπει.
3) Με το άρθρο 106 παρ. 1 και 2, που αποτελεί τμήμα του λεγόμενου «οικονομικού συντάγματος» ορίζεται ότι το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα, ώστε να εξασφαλίζεται η οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας, η προστασία του γενικού συμφέροντος και την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης. Συνεπώς, μέσω του προγραμματισμού και του συντονισμού, παρέχεται έρεισμα για μέτρα κρατικού παρεμβατισμού ρυθμιστικού χαρακτήρα στις οικονομικές σχέσεις αφού ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει την οικονομικη πολιτική στο πλαίσιο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και με σεβασμό στις κοινωνικές προτεραιότητες που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κρατους. Η δε ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται εις βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. Δηλαδή, δεν επιτρέπεται να ασκείται καταχρηστικά.
Οι προτάσεις της ΝΔ για την καθιέρωση ως σκοπών της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους την ισόρροπη ανάπτυξη και κυρίως τη διεθνή ανταγωνιστικότητα σχετικοποιούν τον κοινωνικό σκοπό της διάταξης της παραγράφου 1, ενώ ομοίως, η παράθεση της δημόσιας οικονομικής πρωτοβουλίας, δίπλα στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην παράγραφο 2, αλλοιώνει το χαρακτήρα της εν λόγω διάταξης ως προβλέπουσας την οριοθέτηση της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, ώστε αυτή να μη θίγει το δημόσιο συμφέρον.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω πρόταση εντάσσεται στην ευρύτερη νεοφιλελεύθερη δέσμη προτάσεων της Νέας Δημοκρατίας, για ενίσχυση του αυτορυθμιστικού ρόλου της αγοράς και του αντίστοιχου υπέρμετρου περιορισμού των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία, αποτελώντας ίσως την πιο επιθετική αιχμή της αλλά και το βασικό της θεμέλιο. Υπερτονίζει την φιλελεύθερη αρχή λειτουργίας της οικονομίας και σχεδόν εξαλείφει την κοινωνική αρχή, δηλαδή την κατεύθυνση της πραγμάτωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής προστασίας μέσω κρατικών παρεμβάσεων στην ιδιωτική οικονομία και ακυρώνει την προβλεπόμενη εξυπηρέτηση της φιλελεύθερης και της κοινωνικής αρχής. Μετατρέπει έτσι το άρθρο 106 του Συντάγματος αποκλειστικά σε μία θεσμική εγγύηση για ανοιχτές αγορές που εξυπηρετεί μονομερώς τη φιλελεύθερη τεχνική διακυβέρνησης που οραματίζεται η αντιπολίτευση.
4) α) Συμπερασματικά οι προτάσεις της ΝΔ υποκρύπτουν ή παραπέμουν ρητά σε μία επιχείρηση συνταγματοποίησης νεοφιλελεύθερων προταγμάτων, με μοχλούς τα δικαστήρια και τις ανεξάρτητες αρχές.
β) Αντίθετα οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύουν την ενίσχυση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, την εμβάθυνση της δημοκρατίας και τη θεσμική θωράκιση του κράτους δικαίου με την ενίσχυση του πεδίου ελευθερίας και εγγυήσεων για τους πολίτες. Ταυτόχρονα δε, με την ανάδειξη του κοινωνικού κράτους, τη θέσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων και την υλοποίηση της αρχής της ισότητας σε όλους τους χώρους όπου αντιπαρατίθενται απόψεις και συγκρούονται συμφέροντα.