Ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Αρκαδίας Γιώργος Η. Παπαηλιού, μιλώντας στην ημερίδα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ «Εργασία: Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον», που πραγματοποιήθηκε στο Αποστολοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Τρίπολης, στις 11 Ιουλίου 2018, είπε, μεταξύ των άλλων: “Οι εργασιακές σχέσεις αποτελούν πεδίο ανταγωνισμού, σύγκρουσης αλλά και σύνθεσης των αντιτιθεμένων συμφερόντων που εμπλέκονται σ΄αυτές”.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικός ο ρόλος του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Αποτελεί τον τεχνοκρατικό βραχίονα των συνδικάτων, των εργαζομένων στην αντιπαράθεσή τους με την εργοδοτική πλευρά. Τεκμηριώνει επιστημονικά τις θέσεις τους και τα οπλίζουν με επιχειρήματα.
Επομένως, είναι σημαντική και επαινετή η σημερινή ημερίδα. Πραγματοποιείται σε μία κρίσιμη συγκυρία. Τον προσεχή Αύγουστο η χώρα μας εξέρχεται από τα «μνημόνια» και την αυστηρή επιτροπεία.
Το μεγαλύτερο θύμα των «μνημονιακών» πολιτικών όλων αυτών των χρόνων υπήρξε ο κόσμος της εργασίας.
Η ανάκτηση του «χαμένου» εδάφους και κυρίως η ανάληψη πρωτοβουλιών και η προώθηση ενεργειών με σκοπό η «εργασία» να τοποθετηθεί στο βάθρο της κοινωνικά δίκαιης παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ως πυλώνας στο πλαίσιο της αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος, αποτελούν ζητούμενα. Πρόκειται για τα διακυβεύματα της μεταμνημονιακής εποχής.
Η είσοδος στη μεταμνημονιακή εποχή αλλά και η ίδια η μεταμνημονιακή εποχή δεν θα είναι ευθύγραμμες. Και στο πεδίο της εργασίας δεν σημαίνει, ότι οι εργασιακές σχέσεις θα μετασχηματισθούν αυτομάτως. Όλα θα εξαρτηθούν από τους συσχετισμούς των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, από τους αγώνες των εργαζομένων.
Το σύνθημα ότι τα συνδικάτα ήταν, είναι και θα είναι εδώ, υπογραμμίζει την ανάγκη ισχυρής συλλογικής εκπροσώπησης των εργαζομένων αλλά και ενεργού συμμετοχής τους σε συλλογικές δράσεις.
Το εργατικό δίκαιο συνιστά κρίσιμο τομέα, που ναι μεν δέχεται επιρροές ή μάλλον επικυριαρχείται από την οικονομία, σήμερα από το κρατούν νεοφιλελεύθερο δόγμα. Όμως υπάρχει δυνατότητα και πρέπει να προσδοθεί στη λειτουργία των εργασιακών σχέσεων κοινωνικό πρόσημο, έστω και υπό τις σημερινές αντίξοες συνθήκες και τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων για τον κόσμο της εργασίας.
Και αυτό, διότι η εμφανιζόμενη ως μονόδρομος επιλογή του νεοφιλελευθερισμού έχει οδηγήσει και τις οικονομίες και τις κοινωνίες σε τραγικά αδιέξοδα. Αυτό γίνεται συνείδηση, αφού έχει γίνει βίωμα, από όλο και περισσότερους, που τον αμφισβητούν πλέον ανοιχτά.
Η κατάργηση της συλλογικής αυτονομίας έχει οδηγήσει στην πλήρη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, στην αποδόμηση του εργατικού δικαίου και στην επάνοδο αυτού σε εποχές, που, μέσω των αγώνων του εργατικού κινήματος και του προ κρίσης ισχύοντος θεσμικού κεκτημένου, είχε φανεί ότι παρήλθαν ανεπιστρεπτί, στην αποσάθρωση του μηχανισμού προστασίας του παράγοντα «εργασία», στην πλήρη αφυδάτωση του κοινωνικού κράτους και στην επικράτηση της «ζούγκλας» των αγορών.
Η επαναφορά της συλλογικής αυτονομίας, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας τον Αύγουστο του 2018, έχει εξαιρετική σημασία, όχι μόνον συμβολική αλλά ουσιαστική για τον κόσμο της εργασίας. Για αυτούς που χτυπήθηκαν πιο βίαια από την κρίση.
Σήμερα, παραμονές της εξόδου της χώρας από τα «μνημόνια» και εν όψει της μεταμνημονιακής εποχής, γύρω από το ζήτημα της εργασίας, συγκρούονται δύο διαφορετικές αντιλήψεις ή δύο διαφορετικά πολιτικά σχέδια.
Το σχέδιο για μία οικονομία που θα στηρίζεται στην ευέλικτη και φθηνή εργασία. Ένα σχέδιο που, έχοντας μετατρέψει κατά την περίοδο των «μνημονίων» το τοπίο των εργασιακών σχέσεων σε «ζούγκλα», έχει αποδειχτεί ταυτόχρονα κοινωνικά άδικο και οικονομικά αναποτελεσματικό.
Το άλλο σχέδιο για κοινωνικά δίκαιη παραγωγική ανασυγκρότηση βασίζεται στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, στην καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων και άρα στην προστασία της εργασίας. Εν προκειμένω, η στήριξη της «εργασίας», η διαμόρφωση υγιών εργασιακών σχέσεων και η δημιουργία θέσεων εργασίας με αξιοπρεπείς μισθούς και πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα αποτελούν, εκτός από ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, και μακροπρόθεσμη προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη.