Σε συνέχεια της παρέμβασης του Επιμελητηρίου Αρκαδίας, προς στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ), για τις υπερβολικές χρεώσεις που κάνουν οι ελληνικές τράπεζες για τη χρήση των POS η ΕΕΤ απέστειλε απάντηση προς το Επιμελητήριο Αρκαδίας, αναλύοντας πως κατανέμονται οι προμήθειες- χρεώσεις.
Πιο συγκεκριμένα:
Λάβαμε το με αριθμό 282/19.10.2017 έγγραφό σας, αναφορικά με τις προμήθειες που χρεώνουν οι ελληνικές τράπεζες για την αποδοχή συναλλαγών με κάρτες.
Το ζήτημα των χρεώσεων και των προμηθειών άπτεται της επιχειρηματικής πολιτικής κάθε μίας τράπεζας μέλους της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (‘ΕΕΤ’) και εκφεύγει του καταστατικού σκοπού και του θεσμικού ρόλου αυτής.
Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε, ότι σύμφωνα με την γενική εικόνα που έχουμε, οι προμήθειες των ελληνικών τραπεζών για αποδοχή συναλλαγών με κάρτες το τελευταίο έτος έχουν μειωθεί μεσοσταθμικά κατά περίπου 25% και πλέον υπολείπονται του 0,9%, με αποτέλεσμα να είναι από τις πλέον ανταγωνιστικές συγκρινόμενες με αυτές τραπεζών που λειτουργούν σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πολύ περισσότερες συναλλαγές.
Σημειώνουμε ότι ο μέσος αριθμός συναλλαγών αγορών με κάρτες ελληνικής έκδοσης ανέρχονταν, το 2016, στις 28 ανά κάτοικο στην Ελλάδα έναντι μέσου όρου 117 συναλλαγών ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Payments statistics for 2016, 15.9.2017). Ακόμα και η θεαματική αύξηση των συναλλαγών καρτών κατά τη διάρκεια του 2017 (εκτίμηση για 60 συναλλαγές ανά κάτοικο) υπολείπεται αρκετά του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ, στην περίπτωση της χώρας μας, η εν λόγω αύξηση των συναλλαγών εμφανίζει υψηλά ποσοστά συγκέντρωσης σε επιχειρήσεις συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας. Δηλαδή, παρότι δεν έχουμε πολλές συναλλαγές που να επιτρέπουν τη μείωση των χρεώσεών τους, οι ελληνικές τράπεζες προσάρμοσαν προς τα κάτω τα τιμολόγιά τους και ταυτόχρονα ενίσχυσαν τα προγράμματα επιβράβευσης που όλες διαθέτουν εδώ και αρκετά χρόνια, προκειμένου να ενθαρρύνουν τόσο τους κατόχους καρτών πληρωμών όσο και τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις στη διενέργεια συναλλαγών καρτών.
Αναφορικά με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/751 «σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για συναλλαγές με κάρτες πληρωμών», θα ήταν χρήσιμο να επισημανθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 3 για τις συναλλαγές με καταναλωτικές χρεωστικές κάρτες πληρωμών, και του άρθρου 4 για τις συναλλαγές με καταναλωτικές πιστωτικές κάρτες πληρωμών, αφορούν τα ανώτατα όρια διατραπεζικών προμηθειών, 0,2% και 0,3% αντίστοιχα.
Τα εν λόγω ποσοστά (0,2% και 0,3%) ρυθμίζουν την προμήθεια μεταξύ διαφορετικών τραπεζών που λειτουργούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (έκδοσης και αποδοχής της κάρτας πληρωμών) και δεν αφορούν την τιμολόγηση της κάθε τράπεζας προς τους πελάτες της (επιχειρήσεις/αποδέκτες καρτών), η οποία και διαμορφώνεται με βάση τις αρχές της ελεύθερης αγοράς.
Για μια ενδεικτική καταγραφή των διαφόρων παραμέτρων κόστους που καλύπτουν οι προμήθειες που καταβάλλει μια επιχείρηση στο πλαίσιο των υπηρεσιών αποδοχής και εκκαθάρισης συναλλαγών καρτών παρακαλούμε όπως ανατρέξετε στην απάντηση της υπ’ αριθμ. 10 ερώτησης του από 28 Ιανουαρίου 2016 δελτίου τύπου της ΕΕΤ με θέμα: «Η αγορά καρτών πληρωμών στην Ελλάδα Συχνές Ερωτήσεις και Απαντήσεις».
Τέλος, η αύξηση χρήσης των καρτών πληρωμών συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις σημαντική μείωση του κόστους διαχείρισης των μετρητών (π.χ. διαχείριση κερμάτων, κόστος χρηματαποστολών, απώλειες από ληστείες, διαχείριση ακατάλληλων προς
κυκλοφορία χαρτονομισμάτων, χρόνος εξυπηρέτησης πελατών, κ.λπ) που με βάση τη διεθνή εμπειρία σε πολλές περιπτώσεις υπερκαλύπτουν την προμήθεια αποδοχής συναλλαγών καρτών πληρωμών. Στην Ελλάδα, το ετήσιο κόστος διαχείρισης μετρητών εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 2,3% του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, ήτοι 4 δισ. ευρώ περίπου.
Πατήστε εδώ για να δείτε την παρέμβαση του Επιμελητηρίου Αρκαδίας.
Σημειώνεται πως η παρέμβαση του Επιμελητηρίου Αρκαδίας, κοινοποιήθηκε και στην Υφυπουργό Οικονομικών κα. Αικατερίνη Παπανάτσιου.