Έχει ανοίξει πάλι η συζήτηση και για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων στη Μεγαλόπολη στα πλαίσια της 3ης αξιολόγησης που έχει μπροστά της η κυβέρνηση.
Υπηρετώντας πιστά τη στρατηγική της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και συνολικά το «άνοιγμα» της εγχώριας ενεργειακής αγοράς, η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο την ενίσχυση του μεριδίου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα ενώ η συμβολή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή θα προσαρμοστεί στα προβλεπόμενα από τις ευρωπαϊκές Οδηγίες και τις διεθνείς Συμφωνίες για το κλίμα. Η υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε πολυεθνικά μεγαθήρια που δραστηριοποιούνται στον τομέα της Ενέργειας, για το ποιος θα επικρατήσει στις Ανανεώσιμες Πηγές, ποιος θα βάλει στο χέρι την ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη, με την αγορά των μονάδων που θα πουλήσει η ΔΕΗ, και ποιος θα κυριαρχήσει στο δίκτυο διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας, που αναδεικνύεται σε φιλέτο για τους επιχειρηματικούς ομίλους, με δεδομένη τη διασύνδεση των δικτύων και την πώληση ηλεκτρικού ρεύματος σε τρίτες χώρες.
Έχει ανοίξει πάλι η συζήτηση και για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων στη Μεγαλόπολη στα πλαίσια της 3ης αξιολόγησης που έχει μπροστά της η κυβέρνηση.
Οι εξελίξεις που προδιαγράφονται, τίποτα καλό δεν επιφυλάσσουν στο λαό. Το αντίθετο, μάλιστα. Η στρατηγική της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έχει κοστίσει ήδη ακριβά στη ζωή των εργαζομένων της ΔΕΗ και του λαού γενικότερα. Η παραπέρα συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας της ΔΕΗ ΑΕ θα οδηγήσει στην απώλεια χιλιάδων ακόμα θέσεων, ενώ η παραπέρα προσαρμογή της επιχείρησης στον ανταγωνισμό της απελευθερωμένης αγοράς θα επιφέρει νέες ανατροπές και απώλειες για τους εργαζόμενους που θα απομείνουν να δουλεύουν. Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους σε όλες τις ανταγωνίστριες εταιρείες. Σοβαρές συνέπειες θα υπάρξουν και για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, για τους οποίους προβλέπονταν ορισμένα αντισταθμίσματα από τη ρυπογόνα λειτουργία της ΔΕΗ, την ίδια ώρα που θα τους φέρουν πάνω από το κεφάλι τους το εργοστάσιο στην Παλαιόχουνη για την επεξεργασία των απορριμμάτων όλης της Πελοποννήσου και όχι μόνο. Ταυτόχρονα συνολικά για το λαό, η απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας θα αυξήσει το κόστος του ρεύματος και θα διευρύνει την ενεργειακή φτώχεια για τα λαϊκά νοικοκυριά.
Οι εργαζόμενοι και ο λαός της περιοχής της Μεγαλόπολης και ευρύτερα δεν πρέπει να συμβιβαστούν με τους σχεδιασμούς που ξεδιπλώνουν κυβέρνηση και ΕΕ για λογαριασμό των μονοπωλίων. Όπως δεν πρέπει να συμβιβαστούν και με τη σημερινή πραγματικότητα, όπου η ανεργία χτυπάει «κόκκινο», η εποχικότητα, η ευελιξία καθώς και οι εργολαβικοί εργαζόμενοι με τα μειωμένα εργασιακά δικαιώματα σαρώνουν στη ΔΕΗ ΑΕ, ενώ στο όνομα της μείωσης του κόστους της παραγωγής για μεγαλύτερη κερδοφορία, ελάχιστα μέτρα παίρνονται για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των εργαζομένων και των κατοίκων. Να μην ανεχτούν την καταδίκη τους σε ακριβά τιμολόγια και στην ενεργειακή φτώχεια, στα χαράτσια για την ενίσχυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Όλα τα παραπάνω είναι η «δίκαιη ανάπτυξη» που ευαγγελίζεται η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για λογαριασμό των μονοπωλίων και καμία σχέση δεν έχει με τις λαϊκές ανάγκες.
Για να υπηρετήσει ο ενεργειακός σχεδιασμός τη λαϊκή ευημερία, πρέπει να απαλλαγεί απ’ τους νόμους της αγοράς, τους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους. Απαιτείται, δηλαδή, να κοινωνικοποιηθούν τα εργοστάσια, τα μέσα παραγωγής στη βιομηχανία, η γη, να εδραιωθούν οι σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, να υπάρξει επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός στην οικονομία. Σ’ αυτόν το ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, με τις εγχώριες ενεργειακές πηγές, τις πρώτες ύλες, τα μέσα παραγωγής, μεταφοράς και διανομής της Ενέργειας να αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία, ο ενεργειακός σχεδιασμός θα μπορεί να αναπτύξει την παραγωγή και να ικανοποιεί συνδυασμένα το σύνολο των λαϊκών αναγκών.