Το όνομά μου είναι Αλίκη Μάγη. Μα αν βιάζομαι να συστηθώ, δεν πάει να πει πως είμαι και η κεντρική ηρωίδα. Μια αφηγήτρια είμαι. Οι ήρωες είναι πολλοί και ο καθένας του ξεπροβάλλει με την ώρα του, γέννημα θρέμμα της ταραγμένης του εποχής.
Καλοκαίρι 1918.Η Αλίκη Μάγη ταξιδεύει με την οικογένειά της στη Σμύρνη για να επισκεφτούν τον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Ταλάτ-μπέη, όμως δε γνωρίζει ότι με αυτό το ταξίδι αποχαιρετά το αγαπημένο της Αϊδίνι. Η Αλίκη ανυπομονεί να εξερευνήσει την άγνωστη πολιτεία, το λεβάντε της Ανατολής. Θέλει να περιπλανηθεί στα σοκάκια της, να γνωρίσει όλες τις ομορφιές της και να αντικρίσει τη θάλασσα, που ποτέ ως τότε δεν είχε γνωρίσει. Οι πρώτες μέρες στη Σμύρνη έχουν κέφι και συγκινήσεις. Η Αλίκη θα γεμίσει τη ψυχή της με νέα θεάματα και νέες εντυπώσεις. Η μεγάλη πολιτεία με το Και, το Παραλλέλι, τη Μπελαβίστα, τους Βερχανέδες, τις Μεγάλες Ταβέρνες, την Αγία Φωτεινή και τα βαποράκια του Κορδελιού τη κρατούν σε συνεχή έξαψη, με τις εικόνες που συγκρατεί να γίνονται ένα χαρωπό γαϊτανάκι.
Η διαμονή της οικογένειας Μάγη γίνεται μόνιμη στη Σμύρνη, τα αδέρφια της Αλίκης ποτέ δεν έμαθαν την πραγματική αιτία που δεν ξαναγύρισαν στο Αϊδίνι, όμως η Αλίκη ήξερε και τα μάντευε όλα. Οι δουλείες του πατέρας της είχαν πάρει πλέον τον κατήφορο και ας μην ήθελε ο ίδιος να το παραδεχτεί, η μητέρα της είχε αλλάξει, ο ανέμελος χαρακτήρας της είχε αντικατασταθεί με την αγωνία και τη θλίψη. Οι μέρες που υποδέχονταν καθημερινά κόσμο στο σπίτι τους και τα φιλολογικά «ζουρ φιξ» είναι πλέον παρελθόν. Το Καλοκαίρι του 1918 το διαδέχεται η Άνοιξη του 1919, η άφιξη του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη είναι γεγονός, η πόλη είναι σε αναβρασμό, όλοι είναι ξαφνιασμένοι και περίεργοι, γίνονται συγκρούσεις και οι ισορροπίες αλλάζουν. Η ευτυχία της απόβασης δεν θα κρατήσει για πολύ, οι πρώτες μάχες θα είναι σκληρές, ο εχθρός θα δείξει το απάνθρωπο πρόσωπό του στον ελληνικό πληθυσμό και οι μήνες που ακολουθούν κατρακυλούν στο αίμα. Ώσπου, έρχεται η μεγάλη αλλαγή στη ζωή της Αλίκης, η οικογένεια της έχει καταστραφεί οικονομικά και αναγκάζονται να την δώσουν για υιοθεσία στην θεία Ερμιόνη, που πάντα ήθελε να αποκτήσει ένα παιδί. Η Αλίκη θα αντιμετωπίσει με σθένος αυτή τη νέα κατάσταση, η ζωή στην οικία Σιτζάνογλου είναι ασφυκτική και όλο κανόνες. Η θεία Ερμιόνη τη γεμίζει αγάπη και της δίνει απλόχερα τα πάντα, μα αυτό που επιθυμεί περισσότερο απ’ όλα η Αλίκη είναι η ελευθερία της και η οικογένεια της.
Τα μαύρα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν και κάνουν την εμφάνιση τους πάνω από τη μεγάλη πολιτεία. Τα νέα που φτάνουν από το μέτωπο είναι δυσοίωνα. Η καταστροφή είναι κοντά και ας μη θέλουν να το παραδεχτούν οι περισσότεροι ενώ όσοι μπορούν φροντίζουν να αναχωρήσουν το συντομότερο δυνατό, μέσα σε αυτούς και η Αλίκη με τους θείους της. Η καταστροφή θα τους βρει στο λιμάνι του Πειραιά, σε μια εχθρική και τσακισμένη από τους πολέμους Ελλάδα, με την ίδια να αγωνιά για την οικογένειά της, αν πρόλαβε να επιβιβαστεί σε κάποιο πλοίο. Η ζωή στη νέα πατρίδα θα είναι δύσκολη, όλοι τους αντιμετωπίζουν εχθρικά λες και είναι οι υπαίτιοι για το μεγάλο κακό που τους βρήκε. Η ψυχή της Αλίκης όμως βρίσκεται πίσω σε εκείνα τα χώματα και πονά όπως τότε που την έστειλαν μακριά από το σπίτι της και αναρωτιέται, θα γυρίσει ξανά στα αγαπημένα της σοκάκια; Άραγε, τι βαριές εκπλήξεις της φυλάει το μέλλον;
Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς δεν έσβησαν απ’ τη μνήμη μου ο Χασάνης κι ο Αλής, όπως τόσοι άλλοι Τούρκοι που γνώρισα, και η μόνη απόκριση που βρίσκω είναι πως οι δυο αυτοί αντιπροσώπευαν, στην καρδιά μου, την αγνή και αγαθή ψυχή του βασανισμένου και καθυστερημένου λαού, που ύπουλες και κακοποιές δυνάμεις τον έσπρωχναν κατά πάνω μας και τον μεταβάλανε σε «προαιώνιο εχθρό» μας.
«Οι νεκροί περιμένουν» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της εμβληματικής Διδώ Σωτηρίου. Σε αυτή την ιστορία η συγγραφέας μεταμφιέζεται σε Αλίκη Μάγη και μας αφηγείται τις ευχάριστες στιγμές στο Αϊδίνι και στη Σμύρνη, τα όμορφα και αρμονικά χρόνια που πέρασε δίπλα σε Έλληνες και Τούρκους, μέχρι που έρχεται ο πόλεμος και αλλάζει ριζικά η δικής της ζωή και της οικογένειάς της. Η συγγραφέας θυμάται με νοσταλγία τους συγγενείς που έχασε στα χώματα της λατρεμένης της Μικρασίας, τους απλούς ανθρώπους που έζησαν και δούλεψαν δίπλα στην οικογένειά της και θυμώνει με τους συγγενείς που στη δύσκολη ώρα του ξεριζωμού και της ξενιτιάς την παραμέρισαν. Η αφήγησή της είναι παράλληλη με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής (τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιάτικη Εκστρατεία κ.ο.κ) και πλούσια με λαογραφικά στοιχεία, ήθη και έθιμα. Η γραφή της μπορεί ναι μεν να είναι απλή και λιτή δίχως υπερβολές αλλά είναι συναισθηματικά γεμάτη δημιουργώντας έτσι τα αντίστοιχα συναισθήματα στο σημερινό αναγνώστη. Δίχως αμφιβολία, «Οι νεκροί περιμένουν» της Διδώς Σωτηρίου δεν είναι μόνο μια διαχρονική αναγνωστική επιλογή αλλά ένα μυθιστόρημα το οποίο επιβάλλεται να διαβάσουν όλοι οι Έλληνες!
Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου «Οι νεκροί περιμένουν» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.