Τέσσερα βιβλία.
Τέσσερα ιδιαίτερα πρόσωπα με πολυτάραχη ζωή.
Τέσσερις διαφορετικές αφηγήσεις.
Ένα κοινό όραμα.
Η νύχτα προχωρά κι όλοι κοιμούνται ή κάνουν τους κοιμισμένους. Τέτοιες ώρες δύσκολες ο άνθρωπος θέλει να μείνει μόνος με τις μνήμες και τις σκέψεις του. Ακούσαμε πως ετοιμάζονται να μας στείλουν στην Πόλη να δικαστούμε, ο πασάς το αποφάσισε επιτέλους! Ας φύγουμε από τούτη την κόλαση, ας βγούμε στον κόσμο πάλι, και που ξέρεις; Ο Θεός είναι μεγάλος.
Ταξιδεύουμε στο μακρινό 1798, ο Ρήγας Βελεστινλής, πρωτεργάτης του Αγώνα, βρίσκεται φυλακισμένος μαζί με τους συντρόφους του στις φυλακές του φοβερού φρουρίου Νεμπόισα. Μέσα στο υγρό και αφιλόξενο κελί που βρίσκεται, σκέφτεται τους συντρόφους του και το τίμημα που πρόκειται να πληρώσουν για την ελεύθερη συνείδησή τους και την επιθυμία τους για μια ελεύθερη πατρίδα. Λίγο πριν το τέλος, επιθυμία του για γνώση. Θυμάται τη μέρα που αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο του για να σωθεί επειδή σκότωσε έναν Οθωμανό όταν πρόσβαλε τον πατέρα του.
Αναθυμάται τα χρόνια που πέρασε στην Πόλη ως γραμματικός του Αλέξανδρου Υψηλάντη και κατόπιν του Μαυρογένη. Σειρά έχει η Βιέννη όπου γνωρίζει τους Έλληνες της παροικίας και συναναστρέφεται με επιφανείς έμπορους, γιατρούς, νομικούς και λόγιους. Όταν επιστρέφει στο Βουκουρέστι ως διερμηνέας της Γαλλικής Πρεσβείας, μαθαίνει και καταλαβαίνει κοντά τους τι ήταν η Γαλλική Επανάσταση και πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη Συντάγματος. Επηρεασμένος από τα ιδεώδη της αποφασίζει να γράψει ένα Σύνταγμα το οποίο θα βοηθούσε στη διοίκηση του τόπου μετά την απελευθέρωσή του. Όταν ξαναγυρίζει στη Βιέννη για να τυπώσει τα έργα του και να μοιραστεί το όραμά του για ελευθερία με τους Έλληνες που ζούσαν εκεί, καταλαβαίνει πως η κατάσταση στην Αυστρία έχει αλλάξει και οι αρχές αρχίζουν να τον παρακολουθούν στενά μέχρι το μοιραίο βράδυ της σύλληψής του στην Τεργέστη.
Ο άνθρωπος εύκολα βολεύεται και σπάνια χαλαλίζει την ήσυχη κι ακύμαντη ζωή του για να ριχτεί στα μαύρα κύματα ενός πολέμου άγριου και αβέβαιου. Το πιο συνηθισμένο είναι να βγαίνουν στον αγώνα άνθρωποι που κάτι έχουν να κερδίσουν απ’ αυτόν, για να μην πω μοναδικό, δίχως να περιμένεις κάτι, ένα όφελος προσωπικό ανάμεσα στα οφέλη άλλων, να θυσιάζεις όσα η ζωή σου χάρισε απλόχερα για μια ιδέα, για ένα όνειρο.
Μεταφερόμαστε στη Κωνσταντινούπολη του 1910, ο παππούς Καρατζάς εξομολογείται στον εγγονό του πριν φύγει για Βιέννη ότι πρόκειται να γράψει ένα βιβλίο αφιερωμένο στη ζωή του Αλέξανδρου Υψηλάντη και του αφηγείται ένα παράξενο περιστατικό που συνέβη τα χρόνια που δούλευε στο νοσοκομείο του Γαλατά. Το πρόσωπο αυτού του παράξενου περιστατικού είναι ο Γιακωβάκης Κυριακού, ο πιστός ακόλουθος του Αλέξανδρου Υψηλάντη και που έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος. Ο νεαρός Στέφανος υπόσχεται στον παππού του πως αν βρει στοιχεία για τον Γιακωβάκη Κυριακού στη Βιέννη θα του τα έστελνε για να συμπληρώσει το υλικό του για τον πρίγκιπα.
Όσο ο Λουκάς Καρατζάς γράφει για τη ζωή του Πρίγκιπα ξετυλίγονται μπροστά του όλα τα γεγονότα. Η μύηση του στη Φιλική Εταιρεία και το αξίωμα που του προσφέρθηκε από τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Η παραίτησή του από τον ρώσικο στρατό και την ίδρυση του Ιερού Λόχου. Την ήττα του στο Δραγατσάνι και την σύλληψή του από τους Αυστριακούς και το άδοξο τέλος του.
Ο λόρδος έζησε πολλά μέσα σε λίγα χρόνια, όσα δεν έχουν ζήσει ακόμα και υπέργηροι, έτσι αεικίνητος, ταξιδευτής του κόσμου και της ανθρώπινης ψυχής, γνώρισε μέρη και ανθρώπους που λίγοι τα γνωρίσανε. Ζωή γεμάτη, με λάθη σίγουρα και ολισθήματα – ποιος έζησε αναμάρτητος; – μα και ζωή υπέροχη, ζωή ονείρων, ζωή ιδανικών, ζωή ελπίδων και δημιουργίας! Μονάχα όποιος τον γνώρισε καλά μπορεί να καταλάβει ποιος ακριβώς ήταν ο λόρδος Μπάιρον, που πέρασε σαν άνεμος, αφήνοντας λάμψη άσβηστη στις μίζερες ζωές μας.
Στο Μεσολόγγι του 1824 και όσο μαίνεται ο Εμφύλιος Πόλεμος μεταξύ των Φιλικών και των Κοτζαμπάσηδων, ο Ουίλλιαμ Φλέτσερ, προσωπικός υπηρέτης του Λόρδου Μπάιρον, αφηγείται το ταξίδι τους Κεφαλονιά στο Μεσολόγγι και την υποδοχή που διοργάνωσαν οι κάτοικοι για να υποδεχτούν τον Λόρδο. Εξομολογείται όσα συνέβησαν κατά τη παραμονή τους, όπως την προδοσία των Σουλιωτών και την ακύρωση της εκστρατείας στο Λεπάντο αλλά και την έντονη διαμάχη που υπήρξε με τον Καραϊσκάκη. Σκιαγραφεί το χαρακτήρα του Λόρδου και εκμυστηρεύεται τις σκέψεις, τους φόβους και την αγωνία του για την διχόνοια των οπλαρχηγών και την έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης. Συγκινείται όταν θυμάται τις τελευταίες μέρες πριν από το θάνατο του μεγάλου ποιητή και τη θλίψη των Ελλήνων που αποχαιρέτησαν για πάντα αυτόν τον μεγάλο φιλέλληνα που ήρθε να πολεμήσει στο πλευρό τους.
Γνώρισα πόνους μεγάλους και θλίψεις σε πολλές μου προσπάθειες, όμως γνώρισα και στιγμές μοναδικές, στιγμές που μ’ έκαναν να νιώσω πως έχω φτερά.
Ερχόμενοι στην Ελλάδα του 1861 , όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις προβληματίζονται με την πορεία της βασιλείας του Όθωνα, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο θρυλικός μπουρλοτιέρης του Αγώνα, αποκομμένος πλέον από τη πολιτική ζωή της Ελλάδας, μένει με την οικογένειά του έξω από την Αθήνα κάνοντας μια απλή ζωή δίχως φανφάρες. Ο ναύαρχος Σεστακόφ φτάνει στον Πειραιά, όπου συναντά τον πρέσβη Οζερόφ και τους ανώτερους αξιωματικούς του Υπουργείου Ναυτικών. Στις συζητήσεις τους για την πολιτική κατάσταση της χώρας, ο ναύαρχος δηλώνει την επιθυμία του να γνωρίσει τον ζωντανό θρύλο της Επανάστασης. Μαζί με τον πρέσβη Οζερόφ αποφασίζουν να τον επισκεφτούν και να τον προσκαλέσουν τους στην ναυαρχίδα. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης αποδέχεται την πρόσκλησή τους και τους ακολουθεί στον Πειραιά. Εκεί ανάμεσα στα πλεούμενα και με τον δροσερό άνεμο να έρχεται, ο γερομπουρλοτιέρης γυρίζει πίσω στον χρόνο. Αφηγείται στους αξιωματικούς και τους ναύτες του πλοίου την πυρπόληση του τουρκικού δίκροτου, τον Μάιο του 1821 στον όρμο της Ερεσού μαζί με τον Παπανικολή και την πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρα-Αλή τον Ιούνιο του 1822 ενώ δεν ξεχνά και τις ναυτικές του αποτυχίες, όπως την αποτυχημένη του απόπειρα να κάψει το στόλο του Μεχμέτ Αλή στη Αλεξάνδρεια τον Ιούλιο του 1825. Μέσα από αυτές αφηγήσεις γίνεται ξανά νέος, αναβιώνει την αγωνία του πεδίου της μάχης και νοσταλγεί την μεγάλη του αγάπη, που δεν είναι άλλη από τη θάλασσα.
Η ιστορικός και συγγραφέας Μαρία Σκιαδαρέση συστήνει με μυθιστορηματικό τρόπο σε μικρούς και μεγάλους τέσσερις εμβληματικές προσωπικότητες. Προσωπικότητες που με τον δικό τους τρόπο έβαλαν τα θεμέλια ώστε να γίνει η Ελλάδα κράτος ανάμεσα στα υπόλοιπα του σύγχρονου κόσμου. Στο βιβλίο «Λίγο πριν το τέλος» ο Ρήγας Φεραίος μέσα από τις φυλακές του φρουρίου Νεμπόισα αφηγείται την πολυτάραχη ζωή του. Τη σκυτάλη παίρνει «Ο Πρίγκιπας» όπου ο παππούς Καρατζάς με τη βοήθεια του εγγονού του αποφασίζει να γράψει τη βιογραφία του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Δε γίνεται να λείπει από τη σειρά ο Λόρδος Μπάιρον που «Σαν Άνεμος» πέρασε από τις ζωές των Ελλήνων και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο όραμα για μια ελεύθερη Ελλάδα. Η σειρά ολοκληρώνεται με τον Κωνσταντίνο Κανάρη που αφηγείται «Τα χρόνια της φωτιάς» στους αξιωματικούς και στους ναύτες της ρωσικής ναυαρχίδας τα κατορθώματά του. Η συγγραφέας δένει με αβίαστο τρόπο την μυθοπλασία με την Ιστορία δίνοντας έτσι μια ευχάριστη αίσθηση του Παρελθόντος με την εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου συνοδεύει αρμονικά τις ιστορίες αυτών των προσώπων δημιουργώντας με επιτυχία το κλίμα της εποχής. Στη προκειμένη περίπτωση, μιλάμε για τέσσερα αξιόλογα που διαβάζονται απνευστί και προκαλούν θαυμασμό σε μικρούς και μεγάλους για αυτές τις ιδιαίτερες προσωπικότητες που συνέβαλαν σημαντικά στην Ελληνική Επανάσταση.
Η Σειρά Προσωπογραφίες της Μαρίας Σκιαδαρέση αποτελείται από τα βιβλία «Λίγο πριν το τέλος», «Ο Πρίγκιπας», «Σαν Άνεμος», «Τα χρόνια της φωτιάς» και κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη.