Περίοδος «ακονίσματος» των μαχαιριών για τη νέα αντιλαϊκή επίθεση είναι αυτή που διανύουμε κι αυτό γίνεται φανερό από κάθε τοποθέτηση τόσο της κυβέρνησης, όσο και της ΝΔ, αλλά και εκπροσώπων του κεφαλαίου, όπως τραπεζιτών, του ΣΕΒ, της ΕΕ και άλλων αστικών επιτελείων.
Οι ποικίλες επισκέψεις και οι παρεμβάσεις αξιωματούχων της ΕΕ και της Ευρωζώνης, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη ΝΔ, ακόμα και ο απόηχος των γερμανικών εκλογών δίνουν το στίγμα της πολύπλευρης προετοιμασίας για τον νέο γύρο επίθεσης στα εργατικά – λαϊκά στρώματα, κάτι που άλλωστε αποτελεί και το βασικό «προαπαιτούμενο» για την πολυπόθητη καπιταλιστική ανάκαμψη. Η «προετοιμασία» αυτή περιλαμβάνει κάθε είδους εκβιασμό, αλλά και το παραμύθι της «δίκαιης» καπιταλιστικής ανάπτυξης που επαναλαμβάνει η κυβέρνηση.
Εκβιασμοί διαρκείας…
Στους εκβιασμούς αυτούς, το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών αξιοποιείται τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης σαν «σκιάχτρο» για να επιταχυνθεί το αντιλαϊκό έργο πριν συγκροτηθεί η νέα γερμανική κυβέρνηση, που πιθανόν να βάλει εμπόδια στην «καθαρή έξοδο» στις αγορές.
Βεβαίως, το αποτέλεσμα που έβγαλαν οι γερμανικές εκλογές αντικειμενικά τροφοδοτεί τη συζήτηση και για το μέλλον της ΕΕ, μια συζήτηση που αντανακλά αντιθέσεις, αμφιβολίες και διαφορετικές προσεγγίσεις για την πορεία της «εμβάθυνσης». Αντανακλά, επίσης, έντονα τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια του γερμανικού λαού, που δεν βλέπει διέξοδο στα προβλήματά του από την καπιταλιστική ανάκαμψη, από τη διόγκωση των επενδύσεων και των εξαγωγών και μάλιστα στην οικονομία που αποτελεί την ατμομηχανή της ΕΕ. Ο γερμανικός λαός αξιολογεί τους θετικούς ρυθμούς της καπιταλιστικής οικονομίας με τη δική του πείρα, που περιλαμβάνει βάρβαρα μέτρα, τον ωκεανό των «mini jobs», τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις για 10 εκατομμύρια εργαζόμενους, τη γενίκευση των δουλεμπορικών, τους συνταξιούχους πάνω από 70 ετών που ακόμα εργάζονται κ.λπ. Σε αυτό το έδαφος ενισχύθηκε και το εθνικιστικό ακροδεξιό AFD, που βεβαίως πρόκειται για κόμμα απευθείας δημιουργημένο από καπιταλιστές βιομηχάνους της Γερμανίας με έντονες ανησυχίες μερίδας της αστικής τάξης για θωράκιση της ανταγωνιστικότητας, αποτελώντας βασική έκφραση του ρεύματος του «ευρωσκεπτικισμού».
Οι εκλογές στη Γερμανία δίνουν άλλη μια απάντηση στα φληναφήματα του ΣΥΡΙΖΑ, πως «η ΕΕ αλλάζει με καταλύτη τη δική του διακυβέρνηση», αποδεικνύοντας ότι αυτή γίνεται όλο και πιο αντιδραστική απέναντι στα εργατικά – λαϊκά στρώματα. Οτι καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να την κάνει πιο φιλολαϊκή, αφού είναι ένωση του κεφαλαίου, με αποστολή την ένταση της επίθεσης στα εργατικά – λαϊκά στρώματα.
Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών αξιοποιείται πολλαπλώς από την κυβέρνηση, για να υποδείξουν στο λαό να δεχτεί αδιαμαρτύρητα τις νέες θυσίες, τα δεκάδες «προαπαιτούμενα» της τρίτης «αξιολόγησης», αφού σε αντίθετη περίπτωση, όπως λένε, τον περιμένουν χειρότερα και «εκπλήξεις»…
Πρόκειται για επανάληψη του έργου που έχει χιλιοπαιχτεί από όλες τις κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια και χρεοκόπησε την εργατική τάξη, φορτώνοντάς της 4 μνημόνια, πάντα στο όνομα της αποφυγής των χειρότερων. Ο λαός πρέπει να θυμηθεί ότι τα ίδια έλεγαν και στη δεύτερη «αξιολόγηση», όταν αναμένονταν οι γαλλικές και οι ολλανδικές εκλογές. Το ίδιο «παιχνίδι», με τα γνωστά αποτελέσματα παίζεται ξανά και ξανά, με εναλλασσόμενους πρωταγωνιστές πότε το ΔΝΤ, πότε την ΕΚΤ, πότε τους «ακραίους κύκλους» της ΕΕ κ.ο.κ. Μόνιμος στόχος των εκβιασμών είναι να αποδεχτεί ο λαός τα μέτρα πότε με το φόβο ότι αν αντιδράσει θα πάθει χειρότερα και πότε με την προσδοκία πως έχει κάτι να περιμένει από την καπιταλιστική ανάπτυξη, την έξοδο στις αγορές κ.λπ.
…για την επιτάχυνση του αντιλαϊκού έργου
Σε κάθε περίπτωση, η επιτάχυνση του αντιλαϊκού έργου επιβάλλεται από την ίδια την προσπάθεια του κεφαλαίου να θωρακίσει και να αυξήσει την κερδοφορία του. Αυτό είναι το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης που κάνει η κυβέρνηση (όπως έκαναν και οι προηγούμενες), αναζητώντας «δημοσιονομικό χώρο» για την πολύπλευρη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων.
Στο γνώριμο σκηνικό εκβιασμών απέναντι στα εργατικά – λαϊκά στρώματα εντάσσεται και το ζήτημα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και η διελκυστίνδα ανάμεσα σε Ευρωζώνη και ΔΝΤ για τη βιωσιμότητά του, δηλαδή για το αν και πώς οι τράπεζες διαθέτουν κεφαλαιακή επάρκεια, για να στηρίξουν με αποτελεσματικότητα το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Ετσι ο μπαμπούλας των «κόκκινων» δανείων πάει χέρι – χέρι με τα σενάρια περί νέας ανακεφαλαιοποίησης, ακόμα και περί «κουρέματος» καταθέσεων. Στο όνομα αυτής της «βιωσιμότητας», που αφορά στους επιχειρηματικούς ομίλους, καλείται ο λαός να αποδεχτεί παραπέρα χαλάρωση της νομοθεσίας για την προστασία της κατοικίας του από τους πλειστηριασμούς, ενώ και στο παρελθόν κάθε ανακεφαλαιοποίηση συνοδευόταν πάντα από νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Ολα τα παραπάνω, μαζί με τον αντιλαϊκό προγραμματισμό που «τρέχει» (τόσο στο πλαίσιο της 3ης «αξιολόγησης» με τα 95 προαπαιτούμενα, όσο και στην κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2018) και περιλαμβάνει την επίθεση στο δικαίωμα της απεργίας, το τσεκούρι στα προνοιακά επιδόματα και στις συντάξεις, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς κ.λπ., είναι όσα συνθέτουν την προετοιμασία της κυβέρνησης για αυτό που ονομάζει «καθαρή έξοδο» τον Αύγουστο του 2018. Βεβαίως, για το λαό η έξοδος θα είναι «καθαρή» από όσα δικαιώματα και κατακτήσεις τού έχουν απομείνει.
Κάλπικη αντιπαράθεση με στόχο τον αποπροσανατολισμό του λαού
Αυτήν την «καθαρή έξοδο» η κυβέρνηση παρουσιάζει ως «λύτρωση» για τα εργατικά – λαϊκά στρώματα κι ας τους έχει φορτώσει με δεκάδες νέα μέτρα που επεκτείνονται στο διηνεκές, στο όνομα των ματωμένων πλεονασμάτων.
Σε αυτό το φόντο ξεδιπλώνεται ο δικομματικός καβγάς, που μόνιμα έχει στο επίκεντρό του το ποιος είναι πιο ικανός να προσελκύσει επενδύσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ, ή η ΝΔ. Την περασμένη βδομάδα, η κάλπικη αυτή αντιπαράθεση κορυφώθηκε με τις γνωστές παράτες στη Βουλή γύρω από τη διαφθορά, με αφορμή τη συζήτηση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για την εμπλοκή του Π. Καμμένου σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση.
Και στη συζήτηση αυτή αποδείχτηκε, για ακόμα μια φορά, ότι όσο περισσότερο συγκλίνει η ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ στη στρατηγική εξυπηρέτησης των συμφερόντων του κεφαλαίου, τόσο σηκώνουν και τους τόνους για τη διαχείριση των σκανδάλων. Η κούρσα για το ποια δύναμη μπορεί να εφαρμόσει καλύτερα τα «θέλω» του κεφαλαίου, δηλαδή να τσακίσει την εργατική δύναμη, πάει μαζί με την προσπάθεια αποπροσανατολισμού, όπως με τα σκάνδαλα και τον δικομματικό καβγά.
Στον καβγά αυτό η κυβέρνηση αξιοποιεί ως χαρτί την ψήφο εμπιστοσύνης από τους εκπροσώπους της ΕΕ και παίρνει ως απάντηση από τη ΝΔ ότι πρέπει να γίνει ακόμα πιο αποφασιστική. Π.χ. οι έπαινοι Ντάισελμπλουμ στην ελληνική κυβέρνηση για τις επιδόσεις της απαντήθηκαν από τη ΝΔ με υπόσχεση πλειοδοσίας μέτρων που έχει ανάγκη των κεφάλαιο. Αυτό το ατέλειωτο γαϊτανάκι δίνει το άλλοθι στον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται ως το «μικρότερο κακό» σε σχέση με την αντιδραστική ρητορική της ΝΔ.
Ομως, ο λαός μπορεί να αξιολογήσει τόσο την κυβερνητική πολιτική, όσο και την αντιπολίτευση της ΝΔ με βάση αυτά που το κεφάλαιο διεκδικεί. Π.χ. η Eurobank, σε αρμονία με τον ΣΕΒ, με πρόσφατη έκθεσή της εντοπίζει τους άξονες των «ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων» του εγχώριου κεφαλαίου στην προσπάθεια προσέλκυσης κερδοφόρων επενδύσεων. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το «ανταγωνιστικό κόστος εργασίας», τη δημοσιονομική σταθερότητα, ενώ ως αρνητικός παράγοντας καταγράφεται ότι «το 55% των πολιτών εξαιρούνται πλήρως της φορολογίας εισοδήματος». Δίνεται, λοιπόν, το σήμα της νέας επίθεσης για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας: Χαμηλοί μισθοί και νέα φοροαφαίμαξη.
Οι εργαζόμενοι με το δικό τους σχέδιο
Οσο, λοιπόν, προχωράει η προετοιμασία του κεφαλαίου και του πολιτικού του προσωπικού για τον νέο γύρο της αντιλαϊκής επίθεσης, άλλο τόσο πρέπει να προχωρήσει και η προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα για να αναμετρηθεί με αυτήν την πολιτική.
Το επόμενο διάστημα θα είναι πολύ κρίσιμο για την οργάνωση της λαϊκής πάλης, καθώς τα όποια βήματά της θα έχουν να αναμετρηθούν τόσο με τους εκβιασμούς όσο και με τα παραμύθια περί «επιστροφής στην κανονικότητα» και στροφής στην «υγιή επιχειρηματικότητα».
Γι’ αυτό χρειάζεται πλούσια δράση σε κάθε σωματείο, να ζωντανέψει η συζήτηση μέσα στους τόπους δουλειάς, να ανέβει η διεκδίκηση με άξονα το διεκδικητικό πλαίσιο που παρουσίασε το ΠΑΜΕ στις κινητοποιήσεις της ΔΕΘ. Στο επίκεντρο να βρεθεί η πάλη για την ικανοποίηση των σύγχρονων εργατικών – λαϊκών αναγκών, η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος.
Η δραστηριότητα των σωματείων να βοηθάει ώστε να διαλύονται οι όποιες αυταπάτες καλλιεργούνται από την κυβέρνηση και την εργοδοσία. Π.χ. η κινητοποίηση του ΠΑΜΕ ενάντια στο έγκλημα που συντελείται στο Σαρωνικό, που αποτέλεσε την κορύφωση μιας πλούσιας δράσης και διεκδίκησης σωματείων και άλλων μαζικών φορέων, φώτισε την ουσία του προβλήματος, αφού, όπως έλεγε και το σύνθημα της συγκέντρωσης «η ανάπτυξή τους μαυρίζει τη ζωή μας…».
Ταυτόχρονα, απαιτείται η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις της εργοδοσίας και τους συνδικαλιστές της, όπως γίνεται τις τελευταίες μέρες με το κύμα καταδίκης της συνδικαλιστικής σαπίλας, που είναι μαζεμένη μαζί με διευθυντές και επιχειρηματικά στελέχη στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχαιρεσίες της «Ενωσης Υπαλλήλων Εμπορίου Τροφίμων και Σούπερ Μάρκετ Αθηνών».
Στην «ομοβροντία» κυβέρνησης, αστικών κομμάτων, κεφαλαίου, εργοδοτικών συνδικαλιστών οι εργαζόμενοι, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι φτωχοί αγρότες χρειάζεται να αντιτάξουν την ενίσχυση της συμμαχίας τους, ενάντια σε παλιά και νέα αντιλαϊκά μέτρα. Κάθε μικρή και μεγάλη μάχη να αποτελεί συμβολή στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, για να περάσει στην αντεπίθεση.
Σε αυτήν τη μάχη, στην πρώτη γραμμή βρίσκονται οι κομμουνιστές μαζί με πρωτοπόρους αγωνιστές σε κάθε τόπο δουλειάς και κλάδο. Στον απόηχο του επιτυχημένου 43ου Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του «Οδηγητή», με την ογκώδη και μαχητική συμμετοχή εργαζομένων και νεολαίας, πρέπει να κλιμακωθεί η προσπάθεια για διάδοση της πολιτικής πρότασης του Κόμματος στα εργατικά – λαϊκά στρώματα. Η επέτειος των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, ο πλούτος πολύμορφων εκδηλώσεων που είναι σε εξέλιξη από τις Κομματικές Οργανώσεις αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να φτάσει σε χώρους δουλειάς, κλάδους και συνοικίες το μήνυμα της πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού.